Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
κίσσερας = κισσός Κυριάκος
περδικούλι = ποικιλία άσπρου σύκου Κυριάκος
περδικουλιά = η συκιά που κάνει τα περδικούλια (άσπρα σύκα) Κυριάκος
Μώμος = Θωμάς Κυριάκος
μιτσιό = μικρό Κυριάκος
μικούτσικο = μικρούτσικο Κυριάκος
λαψάνα = μεγάλο κομμάτι Κυριάκος
νταμπούτι = δαρμένος (τον έκανε νταμπούτι στο δαρμό) Κυριάκος
πλαστάρα = μεγάλη φέτα Κυριάκος
τσαρκουνιά = πλήθος παιδιών (μια τσαρκουνιά παιδιά έχει) Κυριάκος
κωλοκαθιά = κωλότρυπα Κυριάκος
γραβάλα = τσουγκράνα Κυριάκος
ζορκολαίμικο = πουλί χωρίς πούπουλα στο λαιμό Κυριάκος
ορός = τυρόγαλο Κυριάκος
γκίζα = ανθότυρο, μυτζήθρα Κυριάκος
σιλίρα = γαλοτύρι που φτιάχνεται σε δέρμα ζώου Κυριάκος
κοντιτσίνα = 15ήμερο (το λέμε για τις πληρωμές συνήθως) Κυριάκος
κιπάπι = λιώμα, σμπαράλια (π.χ.: τον έκανε κιπάπι) Κυριάκος
τραγοτσιέλι = λέμε συνήθως τα αγοροκόριτσα Κυριάκος
δηλάδερφος = ετεροθαλής αδερφός Κυριάκος
βίγκλα = η τρύπα δίπλα από το στόμιο της βαλέρας Κυριάκος
μαγλούλικο = το λέμε συνήθως όταν δυσανασχετούμε για ζώο ή πράγμα Κυριάκος
βαλέρα = μικρό στενόμακρο βαρέλι για τη μεταφορά πόσιμου νερού Κυριάκος
μόσκο = γλυκόξινο Κυριάκος
μπιτζιρόνα = τέζα Κυριάκος
πουθίζω = ταιριάζω, εφάπτω Κυριάκος
βαένι = γυάλινο δοχείο που βάζουμε κρασί ή ρακή Κυριάκος
σίχουλο = ζεστό και απαλό φαγητό Κυριάκος
βούντε = συνέχεια και πολύ (π.χ.: σήμερα βρέχει βούντε) Κυριάκος
πούφτες = βλάκας, ανίκανος Κυριάκος
μουρούζης = μουρτζούφλης, κακοδιάθετος Κυριάκος
λυκουνιά = 1) αγέλη με λύκους 2) λέμε κάποιον που τρώει πολύ Κυριάκος
ρουπίζω = σκορπάω Κυριάκος
ντούτσια = ψωμάκια, πιασίματα, περιφέρεια Κυριάκος
χτικιάρης = 1) αδύνατος, κιτρινιάρης 2) αυτός που έχει φυματίωση Κυριάκος
τσίτημα = κάρφωμα, μπήξιμο Κυριάκος
τζίρο = βόλτα, γυροβολιά (π.χ.: βγήκα ένα τζίρο) Κυριάκος
σιάλι = 1) κασκόλ 2) σάλιο Κυριάκος
σκαντάμω = παλιοκόριτσο Κυριάκος
σιάλτσι = πολύ αλμυρό (π.χ.: σιάλτσι είναι το φαΐ) Κυριάκος
σμπαγκομένο = αυτός που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του Κυριάκος
πατούρια = πολυ φαρδιά παντελόνια Κυριάκος
ίσιωμα = ίσιο μέρος Κυριάκος
λαμποβίτης = μοναχοφάης, συμφεροντολόγος Κυριάκος
ρημούλα = ακαταστασία Κυριάκος
νταλακιάρικο = αδύνατο, αφάγωτο παιδί Κυριάκος
άργανο = το λέμε όταν θέλουμε κάποιος να πάθει κάτι κακό Κυριάκος
καψητιάς = φάντασμα, καλικάντζαρος Κυριάκος
φοντούλης = ψωροπερήφανος, ψηλομύτης, υπερόπτης, αλαζώνας Κυριάκος
τάνγκα = βρωμιά Κυριάκος
ντεμ παπαντέμ = αναντάμ παπααντάμ, πάππου προσπάππου Κυριάκος
πατησιά = πατούσα, πατημασιά Κυριάκος
κουρμούτσι = κρέας, κοψίδια Κυριάκος
νευρικόνομαι = νευριάζω Κυριάκος
διοπάω = ειδοποιώ Κυριάκος
μοκιασμένο = μουχλιασμένο Κυριάκος
κρυβητό = κρυφτό Κυριάκος
ζιούλα = το παραγινωμένο αχλάδι ή γκόρτσο Κυριάκος
σιουσιούνι = το λέμε όταν κάποιος είναι γεμάτος ψείρες Κυριάκος
ροσμποκιαρης = κοκαλιάρης, αυτουνού που του πετάγονται τα κόκαλα Κυριάκος
ντουκούμι = κομμάτι κρέας (ψαχνό συνήθως) Κυριάκος
φελί = κομμάτι κρεάς, πορτοκαλιού ή μανταρινιού κλπ Κυριάκος
τσούρω = μικρή γκρινιάρα κοπέλα Κυριάκος
στηθάμι = στήθος κοτόπουλου Κυριάκος
λέλεκας = πολύ αδύνατος, κοκαλιάρης Κυριάκος
φώλι = υποκατάστατο αυγού που βάζουμε στη φωλιά για να γεννήσουν οι κότες Κυριάκος
τσίρλα = κόψιμο, διάρροια Κυριάκος
μπαμπεζί = υπνηλία Κυριάκος
μπιζινάρια = τρέχει αδιάκοπα (π.χ.: πήγαινε το αίμα μπιζινάρια) Κυριάκος
λαφατζάνος = παρλαπίπας, κάποιος που μιλάει πολύ Κυριάκος
σίρκας = λέτσος Κυριάκος
πατσιαβός = άσχημος, κακομούτσουνος Κυριάκος
αμποσιά = σπρώξιμο Κυριάκος
γκριλότσης = γουρλομάτης Κυριάκος
τσιες = σπίθες (π.χ.: μου έβγαλαν τσιες τα μάτια) Κυριάκος
γκάνιος = αυτός που γκαρίζει ή κλαίει με χοντρή φωνή Κυριάκος
τύφλακας = τυφλός, αυτός που δε βλέπει καλά (μειονεκτικά) Κυριάκος
ντρουμπούκι = χοντρό ξύλο, κορμός δέντρου Κυριάκος
πρικό = πικρό Κυριάκος
σμπρικό = γλυκόπικρο Κυριάκος
μόκα = μούχλα Κυριάκος
φονικιάρικο = πολύ νευρικός, αυτός που τσακώνεται με το παραμικρό Κυριάκος
φιτιφάς = ικανός άνθρωπος, δουλευταράς Κυριάκος
κουμπαραχιά = σπονδυλική στήλη Κυριάκος
τσίμπες = σαρδέλες, γαύρος Κυριάκος
μισακιάζω = μοιράζω κάτι σε ίσα μέρη (μισά-μισά) Κυριάκος
τσιμερώνομαι = τρώω (με αρνητική έννοια), φαρμακώνομαι Κυριάκος
τέμπλα = το μέρος που απλώνουμε τη μπουγάδα Κυριάκος
τσιμέρι = κάτι πολύ πικρό, φαρμάκι Κυριάκος
κερκέσης = λέτσος, κάποιος που φοράει σκισμένα ρούχα Κυριάκος
κάψα = μανταλάκι Κυριάκος
κουτσούλι = σκατούλα, μικρή κουράδα Κυριάκος
μασκούτα = μεγάλη κοιλιά (π.χ.: μασκούτα την έκανες την κοιλιά) Κυριάκος
γκουτζιούπι = κομμένο δέντρο που εχει ξεραθεί Κυριάκος
εσνάφης = μπεσαλής Κυριάκος
μπούγερας = ανεπιθύμητος, φάντης μπαστούνι Κυριάκος
καπάνταής = ψευτόμαγγας
μπουρέκι = πίτα
σκρικάρι = πολύ δυνατός
αγάς = γαιοκτήμονας
< 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή