Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
ξεφλίζω = ξεφλουδίζω Kyriakos
κούκας = κουτός, χαζός Kyriakos
χλάπας = βλάκας, χαζός Kyriakos
στούχας = χαζός Kyriakos
καρβασαλάς = λέμε κάποιο αντικείμενο που είναι πιο μεγάλο απ'το συνηθισμένο Kyriakos
πούρθα = το λέμε όταν κάτι φαγώσιμο έχει διαλυθεί Kyriakos
Πέτσιος = υποκ. του Πέτρου Kyriakos
ντουβάρι = κουτός, αυτός που δεν του κόβει το μυαλό Kyriakos
καφτάνι = ξυλοδαρμός Kyriakos
λακιά = ρεματιά Kyriakos
λακοσίνα = μικρός χείμαρρος με θάμνους Kyriakos
βερβελέ = λιώμα, βίδες (π.χ.: τον έκανε βερβελέ) Kyriakos
βάμπαλο = ξερά φύλλα μαζί με ξερά κλαράκια, ξερά χόρτα κλπ Kyriakos
ντουντούμης = χαζός, βλάκας Kyriakos
κλώκω = κλώσσα (με την κακη εννοια) Kyriakos
αρέντα = τρέξιμο, τρεχάλα Kyriakos
πούσπουλο = πολυ κουρασμενος, εξουθενομένος Kyriakos
κέρμα = χαλασμένο κρέας, ψοφίμι Kyriakos
τζαματζούκης = υπερβολικά ψηλός Kyriakos
καθούρι = μπουρίνι, σύντομη βροχόπτωση Kyriakos
κόρζες = κοριοί Kyriakos
κοντοζυγιεύω = κοντοζυγώνω Kyriakos
τσιομπλέκ = στιφάδο Kyriakos
ντάσης = κριάρι Kyriakos
τσιομπόλικο = χαριτωμένο παιδάκι Kyriakos
καψολιάρης = κακόμοιρος, καψερός, φουκαριάρης Kyriakos
ζουφιάρικο = αδύνατος, κοκαλιάρης Kyriakos
φακίρης = φουκαράς Kyriakos
μπούμπουνος = 1) η βροντή του κεραυνού 2) σκαθάρι μαύρου χρώματος Kyriakos
τσίμπος = τσίμπημα (π.χ.: μου έκοψε έναν τσίμπο) Kyriakos
μπουμπουζίνα = σκαθάρι με χρώμα πράσινο βαθύ Kyriakos
σγκορικεύω = ψάχνω, ανακατεύω Kyriakos
τουλουπώνω = σκεπάζω, κουκουλώνω Kyriakos
νταγκάλα = τέζα Kyriakos
καλαφατάω = δουλεύω πρόχειρα Kyriakos
ντόγκανο = εντελώς άδειο Kyriakos
κούτουλος = πολύ απότομη κατηφόρα Kyriakos
κουρούνα = τσαμπί σταφυλιού (π.χ.: μια κουρούνα σταφύλια) Kyriakos
στόγιος = γκαφατζής, απρόσεκτος Kyriakos
κρουσιέλι = απομεινάρι ψωμιού Kyriakos
αλίχουρντος = αχόρταγος, φαγάς Kyriakos
καλαμπαλίκι = πλήθος ανθρώπων (π.χ.: πλάκωσε μεγάλο καλαμπαλίκι) Kyriakos
βουρκόλακας = 1) αχόρταγος 2) αυτός που ξυπνάει πολύ νωρίς Kyriakos
κλαφούνι = κουταβάκι, σκυλάκι Kyriakos
κλαφακίζω = μιλάω άσκοπα, μουρμουράω Kyriakos
κότσκαλο = είδος φελού από ξύλο ή κορμό καλαμποκιού Kyriakos
αλίχτισμα = γάβγισμα, κάποιος που μιλάει άσκοπα (μεταφορικά) Kyriakos
μπουρτζομένος = αυτός που έχει κρεμάσει τα μούτρα Kyriakos
τσιουφτές = δίκαννο κυνηγετικό όπλο Kyriakos
μόλι = σωρός χώματος που έχει σκαφτεί Kyriakos
μπούτσιασμα = επιχείλιος έρπης Kyriakos
μπουρτζούλες = μουντζούρες Kyriakos
ξάχισμα = επιχείλιος έρπης Kyriakos
καλιμπότζι = σπίτι που φτιάχνουν τα παιδιά για να παίξουν Kyriakos
σιαλιμούρα = πολύ αλμυρό (π.χ.: σιαλιμούρα έγινε το φαΐ) Kyriakos
τούρω = 1) είδος πουλιού 2) λέμε κάποιον που μιλάει πολύ Kyriakos
λαμπαρδόνες = μπούρδες Kyriakos
προύσια = κάρβουνα αναμένα Kyriakos
σκρουμπάλιασα = μου ξεράθηκε το στόμα Kyriakos
χόβολη = κάρβουνα αναμένα μαζί με στάχτη Kyriakos
λουμπής = φαγάς, αχόρταγος Kyriakos
τρυποξύλικο = ανακατωσούρης, ανάποδο άτομο Kyriakos
λιπάνθι = τίλιο Kyriakos
λέπρα = βρωμιά Kyriakos
μπουλούκι = πλήθος (π.χ.: ένα μπουλούκι παιδιά) Kyriakos
λεπιάρης = βρώμικος, άπλυτος Kyriakos
θρούμπος = είδος σκούπας για το σκούπισμα της αυλής Kyriakos
γκιζοκαμένο = αδύναμο παιδί χωρίς πολλές αντοχές Kyriakos
γκροθιάρης = μικροκαμωμένος Kyriakos
μπρεσκοκοίλης = κοιλαράς Kyriakos
μάγκανος = αυτός που επιμένει για κάτι μέχρι αηδίας Kyriakos
μαλαθράκι = είδος δερματολογικής ασθένειας (σπυράκια πίσω απ'τα αυτιά) Kyriakos
ντίγκα = γεμάτο, φίσκα Kyriakos
νταγκλαράς = πολύ ψηλός Kyriakos
μαγκλάρας = ψηλός και άχαρος Kyriakos
άλογο του κούκου = είδος αετού Kyriakos
τζαρτζάλα = ανακατωμένα (π.χ.: έχω τα μαλλιά τζαρτζάλα) Kyriakos
λαράσης = είδος αετού με ανοιχτό χρώμα Kyriakos
τζαρίζω = κλαίω Kyriakos
μοριασμένο = βλαμμένο Kyriakos
σιλιβούρα = βρώμικος, λερωμένος, παλιοτόμαρο μεταφορικά Kyriakos
λεβίθα = σκουληκαντέρα Kyriakos
μπαντάλω = γεροντοκόρη, ανύπαντρη γυναίκα μεγάλης ηλικίας Kyriakos
κουτσιαβέλι = κουτάβι, μικρό σκυλάκι Kyriakos
κουκιάης = είδος δέντρου με ροζ-μοβ ανθό Kyriakos
σιελεντούρια = το λέμε σε περίπτωση τροχαίου (π.χ.: έγινε σιελεντούρια) Kyriakos
σφρέκλα = σέσκουλα Kyriakos
λαένι = κανάτα για νερό Kyriakos
αντερζί = έλα τώρα, άσε με τώρα (π.χ.: αντέρζι κι εσύ) Kyriakos
κούπες = βεντούζες Kyriakos
γκαζιάκι = κοντό παιδί, μικροκαμωμένο Kyriakos
νομπέτι = κάτι σύντομο (π.χ.: θα πάρω ένα νομπέτι ύπνο) Kyriakos
μαγκίρι = άδειο, δεν έχει μείνει τίποτα Kyriakos
λούγγες = μαγουλάδες Kyriakos
γκιμί = μικροκαμωμένος και άσχημος Kyriakos
ντιάλα = ξύλο με διχάλα στην κορυφή Kyriakos
μποτσιολέλικο = χαριτωμένο μικρό παιδάκι Kyriakos
ντριβάζω = κυκλοφορώ, πηγαινοέρχομαι Kyriakos
πελέκι = 1) δρυοκολάπτης 2) μεγάλος τσακωμός Kyriakos
μουστράφι = μούτρο Kyriakos
1 2 3 4 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή