Είσοδος χρήστη
Πρόσφατα σχόλια
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 2 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό
Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
ψοφίμι
=
αδύναμος
Βαγγέλης
γκιόλι
=
βρεγμένος
Βαγγέλης
σιούστραβος
=
άσχημος
Κυριάκος
γκιβέτσι
=
είδος ταψιού
Κυριάκος
κορκοσούρης
=
κουτσομπόλης, ανακατωσούρης
Κυριάκος
σουργκιούνι
=
ρεζίλι (π.χ.: έγινε σουργκιούνι)
Κυριάκος
σιντόρω
=
άτακτο κορίτσι, παλιοκόριτσο
Κυριάκος
γκιζεροθύρης
=
αυτός που τριγυρνάει από σπίτι σε σπίτι
Κυριάκος
ντουνούπι
=
τύφλα στο μεθύσι, σκνίπα
Κυριάκος
μάζια
=
προβατίνα με μαύρο πρόσωπο
Κυριάκος
μονοχισμένος
=
ευνούχος
Κυριάκος
καψάλισμα
=
το τρεμόπαιγμα των ματιών
Κυριάκος
κολυμπαριό
=
μούσκεμα
Κυριάκος
πρασουλίδα
=
άγριο πράσο
Κυριάκος
παχνί
=
το μέρος που βάζουμε το χορτάρι για να φάνε τα πρόβατα
Κυριάκος
ματσουκώνω
=
δέρνω
Κυριάκος
κλαπουκίζω
=
καταβροχθίζω, καταπίνω
Σπύρος
μπουτζάρια
=
χείλη
Κυριάκος
παλιάτσιω
=
παλιοτόμαρο
Κυριάκος
μουρνταλίκι
=
το λέμε όταν κουράζουμε κάποιον υπερβολικά
Κυριάκος
απλυτσούρης
=
άπλυτος, βρόμικος
Κυριάκος
τσάτσω
=
άτακτο κορίτσι, παλιοκόριτσο
Κυριάκος
τορός
=
οσμή
Κυριάκος
φρουλαΐδα
=
ελαφρόμυαλος
Κυριάκος
γκαρόσια
=
τα ζουμιά της ελιάς εκτός του λαδιού
Κυριάκος
πούπης
=
μουλωχτός
Κυριάκος
άλυσος
=
αλυσίδα
Κυριάκος
γκαργκάλι
=
σαράβαλο
Κυριάκος
αζάτι
=
ελεύθερα, ανέμελα, χωρίς περιορισμούς
Σπύρος
άμπουρος
=
ατμός
Σπύρος
αμπουριάζει
=
αναδύει καπνούς
Σπύρος
βαΐζω
=
γέρνω
Σπύρος
δοράκινο
=
ροδάκινο (αναγραμματισμός)
Σπύρος
δρεβένιτσα
=
αγγείο, χρησιμεύει κατά την οδοιπορία
Σπύρος
ζαλώνομαι
=
φορτώνομαι
Σπύρος
ζιγούρι
=
το μικρό πρόβατο
Σπύρος
κατσιουλώνω
=
επικαλύπτω
Σπύρος
κατσούλα
=
σκέπασμα της κεφαλής
Σπύρος
κιαπέ
=
και έπειτα, "να φάμε κιαπέ φεύγεις"
Σπύρος
κλούτσος
=
κρεμαστάρι αγκυλωτό στο ένα άκρο
Σπύρος
κοντοπίθιακας
=
ο κοντός
Σπύρος
κουναρίζω
=
ανατρέφω, μεγαλώνω τα παιδιά
Σπύρος
κουρί
=
το μικρό δάσος, διότι τα δέντρα περιοδικά "κουρεύονται"
Σπύρος
κωκεύω
=
σκοποβολώ, σημαδεύω (από το αρχαίο "ακώκη")
Σπύρος
κωκεύω
=
σκοποβολώ, σημαδεύω (από το αρχαίο "ακώκη"= βέλος)
Σπύρος
λυγκιάζομαι
=
με καταλαμβάνει λόξιγγας
Σπύρος
μεσοκόβομαι
=
κάμπτομαι υπό βαρύ φορτίο
Σπύρος
μπάλιος
=
παρδαλός, σύνηθες όνομα σκύλου, (όπως και το άλογο του Αχιλλέα)
Σπύρος
παραδάγκαλο
=
μεταξύ της κοιλιάς και του μηρού
Σπύρος
παρασκαλίζω
=
παρεκτρέπομαι, στραμπουλίζω (παρασκάλισα το χέρι)
Σπύρος
παντέχω
=
προσδοκώ, νομίζω
Σπύρος
πρητσιά
=
η οσμή του τράγου
Σπύρος
ρέντζελο
=
το ράκος
Σπύρος
σάμα
=
ωσάν να, μήπως
Σπύρος
σκυφτομμάτης
=
ο πονηρός
Σπύρος
σμποδίεμαι
=
εμποδίζομαι, σκοντάφτω
Σπύρος
σταλίκι
=
η δοκός, "στάλιξ" στα αρχαία
Σπύρος
τσιότσο
=
λίγο, ελάχιστο
Σπύρος
φορτωμένη
=
η έγκυος
Σπύρος
φούλτακας
=
φουσκάλα, φλύκταινα
Σπύρος
φούτα
=
η ποδιά
Σπύρος
χούχλος
=
ο κοχλασμός
Σπύρος
ψιλόγνωμος
=
ο αλαζόνας, ο υπερόπτης
Σπύρος
Βγένω
=
Ευγενία
Σπύρος
Πύλιος
=
Σπύρος
Σπύρος
Σιώμος
=
Θωμάς
Σπύρος
Τάτσης
=
Αναστάσης
Σπύρος
Τσιέφος
=
Στέφανος
Σπύρος
Τσιέβω
=
Παρασκευή
Σπύρος
μελίγκι
=
κρόταφος
Κυριάκος
κίσσερας
=
κισσός
Κυριάκος
περδικούλι
=
ποικιλία άσπρου σύκου
Κυριάκος
περδικουλιά
=
η συκιά που κάνει τα περδικούλια (άσπρα σύκα)
Κυριάκος
Μώμος
=
Θωμάς
Κυριάκος
μιτσιό
=
μικρό
Κυριάκος
μικούτσικο
=
μικρούτσικο
Κυριάκος
λαψάνα
=
μεγάλο κομμάτι
Κυριάκος
πλαστάρα
=
μεγάλη φέτα
Κυριάκος
κωλοκαθιά
=
κωλότρυπα
Κυριάκος
ζορκολαίμικο
=
πουλί χωρίς πούπουλα στο λαιμό
Κυριάκος
κιπάπι
=
λιώμα, σμπαράλια (π.χ.: τον έκανε κιπάπι)
Κυριάκος
δηλάδερφος
=
ετεροθαλής αδερφός
Κυριάκος
μαγλούλικο
=
το λέμε συνήθως όταν δυσανασχετούμε για ζώο ή πράγμα
Κυριάκος
μόσκο
=
γλυκόξινο
Κυριάκος
πουθίζω
=
ταιριάζω, εφάπτω
Κυριάκος
σίχουλο
=
ζεστό και απαλό φαγητό
Κυριάκος
πούφτες
=
βλάκας, ανίκανος
Κυριάκος
μουρούζης
=
μουρτζούφλης, κακοδιάθετος
Κυριάκος
ρουπίζω
=
σκορπάω
Κυριάκος
ντούτσια
=
ψωμάκια, πιασίματα, περιφέρεια
Κυριάκος
τσίτημα
=
κάρφωμα, μπήξιμο
Κυριάκος
σιάλι
=
1) κασκόλ 2) σάλιο
Κυριάκος
σιάλτσι
=
πολύ αλμυρό (π.χ.: σιάλτσι είναι το φαΐ)
Κυριάκος
πατούρια
=
πολυ φαρδιά παντελόνια
Κυριάκος
λαμποβίτης
=
μοναχοφάης, συμφεροντολόγος
Κυριάκος
ρημούλα
=
ακαταστασία
Κυριάκος
νταλακιάρικο
=
αδύνατο, αφάγωτο παιδί
Κυριάκος
καψητιάς
=
φάντασμα, καλικάντζαρος
Κυριάκος
τάνγκα
=
βρωμιά
Κυριάκος
ντεμ παπαντέμ
=
αναντάμ παπααντάμ, πάππου προσπάππου
Κυριάκος
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 2 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό