Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
τζινιάρικο = πειραχτήρι Κυριάκος
τσερτσέλι = σπουργίτι Κυριάκος
τζιομάκι = λέμε κάποιον που δεν του κόβει το μυαλό Κυριάκος
μούτσιενα = αυτός που κλαίει με το παραμικρό Κυριάκος
λιαρομάτης = αυτός που έχει ανοιχτόχρωμα μάτια Κυριάκος
στούφος = συνήθως λέμε το φαγητό όταν είναι ξερό Κυριάκος
τζερτζευούλης = πειραχτήρι (π.χ.: πολύ τζερτζευούλης είσαι) Κυριάκος
ζεβζέκης = ζωηρός, απείθαρχος, ανακατωσούρης Κυριάκος
τζίφα = η γριά γίδα (το λέμε και για γυναίκες μεγάλης ηλικίας) Κυριάκος
τζιφλόρης = αυτός που κοιτάει με μισόκλειστα μάτια Κυριάκος
γκαβλόρης = αυτός που δε βλέπει καλά (το λέμε μειονεκτικά) Κυριάκος
νεκούτικο = καθημερινό (σε καθημερινή βάση) Κυριάκος
ντενεκούλι = ντενεκές, ντενεκεδένιο δοχείο Κυριάκος
νταμπούτι = δαρμένος (τον έκανε νταμπούτι στο δαρμό) Κυριάκος
τσαρκουνιά = πλήθος παιδιών (μια τσαρκουνιά παιδιά έχει) Κυριάκος
γραβάλα = τσουγκράνα Κυριάκος
ορός = τυρόγαλο Κυριάκος
γκίζα = ανθότυρο, μυτζήθρα Κυριάκος
σιλίρα = γαλοτύρι που φτιάχνεται σε δέρμα ζώου Κυριάκος
κοντιτσίνα = 15ήμερο (το λέμε για τις πληρωμές συνήθως) Κυριάκος
τραγοτσιέλι = λέμε συνήθως τα αγοροκόριτσα Κυριάκος
βίγκλα = η τρύπα δίπλα από το στόμιο της βαλέρας Κυριάκος
βαλέρα = μικρό στενόμακρο βαρέλι για τη μεταφορά πόσιμου νερού Κυριάκος
μπιτζιρόνα = τέζα Κυριάκος
βαένι = γυάλινο δοχείο που βάζουμε κρασί ή ρακή Κυριάκος
βούντε = συνέχεια και πολύ (π.χ.: σήμερα βρέχει βούντε) Κυριάκος
λυκουνιά = 1) αγέλη με λύκους 2) λέμε κάποιον που τρώει πολύ Κυριάκος
χτικιάρης = 1) αδύνατος, κιτρινιάρης 2) αυτός που έχει φυματίωση Κυριάκος
τζίρο = βόλτα, γυροβολιά (π.χ.: βγήκα ένα τζίρο) Κυριάκος
σκαντάμω = παλιοκόριτσο Κυριάκος
σμπαγκομένο = αυτός που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του Κυριάκος
ίσιωμα = ίσιο μέρος Κυριάκος
άργανο = το λέμε όταν θέλουμε κάποιος να πάθει κάτι κακό Κυριάκος
φοντούλης = ψωροπερήφανος, ψηλομύτης, υπερόπτης, αλαζώνας Κυριάκος
τσούρω = μικρή γκρινιάρα κοπέλα Κυριάκος
λέλεκας = πολύ αδύνατος, κοκαλιάρης Κυριάκος
τσίρλα = κόψιμο, διάρροια Κυριάκος
μπιζινάρια = τρέχει αδιάκοπα (π.χ.: πήγαινε το αίμα μπιζινάρια) Κυριάκος
αμποσιά = σπρώξιμο Κυριάκος
τσιες = σπίθες (π.χ.: μου έβγαλαν τσιες τα μάτια) Κυριάκος
γκάνιος = αυτός που γκαρίζει ή κλαίει με χοντρή φωνή Κυριάκος
φονικιάρικο = πολύ νευρικός, αυτός που τσακώνεται με το παραμικρό Κυριάκος
φιτιφάς = ικανός άνθρωπος, δουλευταράς Κυριάκος
τσίμπες = σαρδέλες, γαύρος Κυριάκος
τσιμερώνομαι = τρώω (με αρνητική έννοια), φαρμακώνομαι Κυριάκος
τσιμέρι = κάτι πολύ πικρό, φαρμάκι Κυριάκος
κάψα = μανταλάκι Κυριάκος
μασκούτα = μεγάλη κοιλιά (π.χ.: μασκούτα την έκανες την κοιλιά) Κυριάκος
κούκας = κουτός, χαζός Κυριάκος
Πέτσιος = υποκ. του Πέτρου Κυριάκος
ντουβάρι = κουτός, αυτός που δεν του κόβει το μυαλό Κυριάκος
καφτάνι = ξυλοδαρμός Κυριάκος
λακιά = ρεματιά Κυριάκος
λακοσίνα = μικρός χείμαρρος με θάμνους Κυριάκος
βερβελέ = λιώμα, βίδες (π.χ.: τον έκανε βερβελέ) Κυριάκος
βάμπαλο = ξερά φύλλα μαζί με ξερά κλαράκια, ξερά χόρτα κλπ Κυριάκος
τζαματζούκης = υπερβολικά ψηλός Κυριάκος
κόρζες = κοριοί Κυριάκος
ντάσης = κριάρι Κυριάκος
καψολιάρης = κακόμοιρος, καψερός, φουκαριάρης Κυριάκος
φακίρης = φουκαράς Κυριάκος
τσίμπος = τσίμπημα (π.χ.: μου έκοψε έναν τσίμπο) Κυριάκος
νταγκάλα = τέζα Κυριάκος
ντόγκανο = εντελώς άδειο Κυριάκος
κουρούνα = τσαμπί σταφυλιού (π.χ.: μια κουρούνα σταφύλια) Κυριάκος
κρουσιέλι = απομεινάρι ψωμιού Κυριάκος
καλαμπαλίκι = πλήθος ανθρώπων (π.χ.: πλάκωσε μεγάλο καλαμπαλίκι) Κυριάκος
κότσκαλο = είδος φελού από ξύλο ή κορμό καλαμποκιού Κυριάκος
μπουρτζομένος = αυτός που έχει κρεμάσει τα μούτρα Κυριάκος
μόλι = σωρός χώματος που έχει σκαφτεί Κυριάκος
μπουρτζούλες = μουντζούρες Κυριάκος
σιαλιμούρα = πολύ αλμυρό (π.χ.: σιαλιμούρα έγινε το φαΐ) Κυριάκος
λαμπαρδόνες = μπούρδες Κυριάκος
σκρουμπάλιασα = μου ξεράθηκε το στόμα Κυριάκος
λουμπής = φαγάς, αχόρταγος Κυριάκος
τρυποξύλικο = ανακατωσούρης, ανάποδο άτομο Κυριάκος
λέπρα = βρωμιά Κυριάκος
λεπιάρης = βρώμικος, άπλυτος Κυριάκος
γκιζοκαμένο = αδύναμο παιδί χωρίς πολλές αντοχές Κυριάκος
γκροθιάρης = μικροκαμωμένος Κυριάκος
μπρεσκοκοίλης = κοιλαράς Κυριάκος
μάγκανος = αυτός που επιμένει για κάτι μέχρι αηδίας Κυριάκος
ντίγκα = γεμάτο, φίσκα Κυριάκος
νταγκλαράς = πολύ ψηλός Κυριάκος
μαγκλάρας = ψηλός και άχαρος Κυριάκος
τζαρτζάλα = ανακατωμένα (π.χ.: έχω τα μαλλιά τζαρτζάλα) Κυριάκος
τζαρίζω = κλαίω Κυριάκος
σιλιβούρα = βρώμικος, λερωμένος, παλιοτόμαρο μεταφορικά Κυριάκος
λεβίθα = σκουληκαντέρα Κυριάκος
κουτσιαβέλι = κουτάβι, μικρό σκυλάκι Κυριάκος
κουκιάης = είδος δέντρου με ροζ-μοβ ανθό Κυριάκος
σφρέκλα = σέσκουλα Κυριάκος
αντερζί = έλα τώρα, άσε με τώρα (π.χ.: αντέρζι κι εσύ) Κυριάκος
γκαζιάκι = κοντό παιδί, μικροκαμωμένο Κυριάκος
νομπέτι = κάτι σύντομο (π.χ.: θα πάρω ένα νομπέτι ύπνο) Κυριάκος
μαγκίρι = άδειο, δεν έχει μείνει τίποτα Κυριάκος
γκιμί = μικροκαμωμένος και άσχημος Κυριάκος
ντιάλα = ξύλο με διχάλα στην κορυφή Κυριάκος
μποτσιολέλικο = χαριτωμένο μικρό παιδάκι Κυριάκος
ντριβάζω = κυκλοφορώ, πηγαινοέρχομαι Κυριάκος
< 1 2 3 4 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή