Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
τζιομπόκι = χοντρό κλαδί δέντρου που προεξέχει
τζιόμπος = καρούμπαλο
τζιούπι = μπουφάν
τζούνα = επίπληξη, «τιμωρία», έπαθλο(σκορ)παιχνιδιού
τζουτζουκώνω = τουρλώνω
Τίδης = υποκ.του Αριστείδη
τορόνι = μαύρος χαλβάς
τουλάτσης = καράφλας
τούλι = πολύ ψιλό είδος υφάσματος
τουλούπα = 1.η συνολική ποσότητα μαλλιού που τοποθετείτε στη ρόκα. 2. νιφάδα χιονιού
τούμπο = σωλήνας
τουρί = το πρόσωπο
τουρκί = μεταλικό στεφάνι που συγκρατεί τα βαρέλια
τουρτουλίδα = τρελλός, ασόβαρος
τούτα = πυτζάμα
τράβλιακας = τραβλός
τραϊ = τράγος
τραπάτσαλο = απρόσεκτος
τραπουζάνα = νταμιτζάνα
τρεντελίνα = 1) κίτρινο φυτό. 2) αποκαλούμε έτσι κάποιον πολύ αδύνατο
τρεπελιές = περπατάει πηγαίνοντας δεξιά και αριστερά (π.χ.λόγω μεθυσιού)
Τρύγος = Σεπτέμβριος
τρίμματα = ψίχουλα
τριμπούνα = εξέδρα
τρίποδο = ξύλινο κατασκεύασμα πάνω στο οποίο κόβονται τα ξύλα
τρίτσα = τρίλιζα (παιχνίδι)
τριτσίκλι = τρίκυκλο
τσάβαλο = ρούχο
τσαγκάδα = η προβατίνα που χάνει το αρνί της μετά τη γέννα
τσιαγούλι = πηγούνι
τσακάτω = κάτω
τσιακομάκι = αναπτήρας
τσαμπουνάς = όταν κάποιος λέει ανοησίες
Τσιάντα = υποκ. της Αλεξάνδρας
τσαντζαρόνομαι = παίρνω τα πάνω μου
τσαπάνω = πάνω
τσαπκίνα = τσαχπίνα
τσαρακλάνι = ασήμαντος άνθρωπος
τσαφτού = από ?κεί
Σέας = υποκ. του Οδυσσέα
τσεδώ = προς τα εδώ
τσεκεί = προς τα εκεί, πιο πέρα
Τσιένη = υποκ. της Πολυξένης
τζενομένο = αδύνατος
τσιεντράλι = κεντρική μονάδα παροχής ρεύματος
τσέργα = φλοκάτη
Τσιέφος = υποκ. του Στέφου
τσια = σπίθα
Τσιάβος = υποκ. του Σταύρου
τσιατή = σκεπή
τσιάφνη = η πρωινή παγωνιά, κυρίως, πάνω σε γρασίδι
τσιβούρα = σκάσιμο των χεριών απ το πολύ κρύο
τσίκα = λίγο
τσίκσε = φύγε από ?δώ
Τσίλης = υποκ. του Βασίλη
τσίλικο = καινούργιο
τσιλιτούρα = τσέρλα
τσιμπίδα = πένσα
τσιμπιδάκι = μανταλάκι
τσίντζα = σταγόνα
τσίντζας = άτομο αδύναμο
τσιντζίρι = τζιτζίκι
τσιοκάνι = 1) σφυρί, 2) είδος κουδούνας που κρεμάμε στα πρόβατα
τσιοκλάνι = τσόγλανος
τσιούκα = το αντρικό μόριο
τσιουρούκικο = τρωτό
τσιουτέρι = μικροπρόσωπος, ζούδιο
τσιροπούλι = 1. τσίρος 2. σπουργίτι
τσιστέρνο = δεξαμενή
τσίτα = μικρό καρφί
τσιφούτης = τσιγκούνης, εβραίος
τσιφτιλίτικο = αλήτης με καταστροφικές τάσεις
τσόκαλο = μικρή στρογγυλή πέτρα περίπου σε μέγεθος καρυδιού
τσολάω = χτυπάω μέχρι να διαλύσω κάτι (να το ισοπεδώσω)
τσότσκα = φύτρα μαλλιών
Τσότσο = υποκ. της Σοφίας
τσούνιος = άτομο αδύνατο
τσουμπλίκι = φαγώσιμος άγριος καρπός (μικροσκοπικός) δέντρου
τσώπα = σώπασε
υγρό = στυλό
φασκιά = σκοινί με το οποίο δέναμε τα σπάργανα
φασκιώνω = δένω το μωρό με τη φασκιά
φασουλίζω = 1) βάζω κάποιον στη θέση του 2) τα κάνω χάλια
φέγγει = χαράζει
Φίγια = υποκ. της Ιφηγένειας
φιασίδι = κραγιόν
Φίγω = υποκ. της Φιγαλίας
φιδορούτι = το πουκάμισο του φιδιού (αυτό που αλλάζει)
φίντες = τακουνάκια, κόλπα γενικώς
φλαμπόθηκα = τυφλώθηκα ή από ζαλάδα ή από τον ήλιο
φλαστάρι = όμορφος
φλεντζουρίδα = κοφτερή και μικρή πέτρα
φλέστρα = το κάλυμα των φασολιών που απομένει μετά την διαλογή τους
φλετουρίδα = πεταλούδα
φλετούριξα = πέταξα
φλοέρα = το καλάμι του ποδιού
φόλα = το μέρος της σφεντόνας που κρατάει την πέτρα
Φώνη = υποκ. της Περσεφόνης
φορέματα = ρούχα
φούκσης = προδότης, καρφί
< 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή