Είσοδος χρήστη
Πρόσφατα σχόλια
Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
σπαραγκωνιά
=
ιστός αράχνης
σπαγγοραμένος
=
τσιγγούνης
Σόφω
=
υποκ. της Σοφίας
σουφράς
=
τραπέζι φαγητού, πολύ χαμηλό
σουλούπι
=
το κόψιμο του προσώπου
σουϊσούζικο
=
κακόψυχος
σουαρέ
=
βόλτα
σολέτα
=
ταράτσα
σοϊλήτικο
=
ιδότροπο, παράξενο
σμπουριάρικο
=
δαιμονισμένο
σμπούρα
=
αρνητικό πνεύμα που φέρει ο άνθρωπος με τη γέννα του
σκυλίδι
=
σκελίδα
σκυλάκι
=
είδος λουλουδιού
σκρικάρι
=
πολύ δυνατός
σκούφια
=
μέρος της δροπολίτικης στολής
Σκούρτης
=
Φεβρουάριος
σκούπιρα
=
σκουπίδια
σκορπίδι
=
ιαματικό φυτό για πονόλαιμο
σκόπι
=
ξύλο
σκόντα
=
φορτηγό
σκιλιπόνι
=
άγουρο πεπόνι
σκίζα
=
ξύλο κομμένο κατά μήκος
σκιαχτούρης
=
φοβητσιάρης
σκιάζομαι
=
φοβάμαι
σκιάγμα
=
πολύ άσχημο
σκεπάρι
=
σκεπάρνι
σκεμποκέφαλος
=
ξεροκέφαλος
σκαφίδι
=
σκάφη για πλύσιμο στο χέρι
σίτα
=
μέρος της δροπολίτικης στολής
σιοφέρης
=
οδηγός
σιούφρα
=
γλυκό για παιδιά
σιουφέκι
=
σφαίρα
σιούτης
=
χωρίς κέρατα
σιούριξε
=
βλ. ξεθώνισε
σιουράω
=
σφυρίζω
σιουπέλα
=
1.βράχος 2.το σκληρό γιαούρτι (μεταφ.)
σιουμαριάζω
=
παροτρύνω, συνήθως σκύλο, να επιτεθεί
σιουμακιάζω
=
στριμώχνω και δέρνω άσχημα κάποιον
σιουγκράφι
=
χαλάζι
Σιόρης
=
υποκ. του Θοδωρή
σινί
=
μεγάλο ταψί
σιλίμπια
=
σαλιγγάρια
σιέφης
=
άρχοντας, κατέχει κάποιο πόστο
σίδερο
=
τρόπος ασφάλισης της πόρτας
σιγουρέστρα
=
ασφάλεια
σιάρα
=
αλυσοπρίονο και λάμα για πριόνι
σιαπεροτός
=
αθώος, μειωμένης αντίληψης
σιαπέρα
=
παραπέρα
σιαπάνω
=
επάνω
σιάχλας
=
χαζος, αγαθός
σιαχλαπούτας
=
χαζος, αγαθός
σιακάτω
=
παρακάτω
σιάζω
=
φτιάχνω
σιάδι
=
κάτω, καταγής
σύρε
=
πήγαινε
σημαδιακό
=
άτομο με ιδιαιτερότητες, είτε θετικές είτε αρνητικές
σημάδι
=
ελιά
σερικοθύλικο
=
αποκαλούνται έτσι οι πολύ ζωηρές κοπέλες
σέρει
=
βρίσκεται σε περίοδο γονιμότητας
σγκορίζω
=
σκαλίζω
σβυστήρι
=
γόμα
σβρέκλο
=
σβέρκο
σβούρι
=
φόρα («?παίρνω σβούρι και πηδάω?»)
σβόλια
=
πέτρες
σβιν σβούρα
=
παιχνίδι, το μέσο με το οποίο εξφενδονίζουμε τη μπουσουλίκα
σαφράνι
=
κίτρινο, χλωμό
σατέμικο
=
«βαρεμένος»
σάτα
=
λεοφορείο
σαρδέλα
=
ψάρια σε κονσέρβα
Σάντρης
=
υποκ. του Αλέξανδρου
σαλάτα
=
μαρούλι
σακούλι
=
υφασμάτινη σακούλα η οποία χρησιμοποιείται κυρίως για τη μεταφορά τροφίμων
σάϊκο
=
σώο και αβλαβές
ρύθια
=
κότες
ρουχάζω
=
ροχαλίζω
ρουφιάνος
=
μαρτυριάρης, καρφί
ρουτί
=
θερμαντική μπλούζα μακρυμάνικη
ρουστής
=
πολύ γρήγορα (π.χ.: μπήκε ρουστής μέσα)
ρουσπούνισμα
=
κατσάδιασμα
ρουσπουνίζω
=
κατσαδιάζω
ρουμάνι
=
δάσος
ρουκώνω
=
χώνω
ρουθούνια
=
μύτη
ρουγκαλιέμαι
=
ρεύομαι
ρόσιο
=
ξανθό
ρόκα
=
ξύλινη συσκευή για μετατροπή του μαλλιού σε κλωστή
ροδάνι
=
όταν κάποιος είναι πολυλογάς (σου πάει η γλώσσα ροδάνι)
ριστέλλο
=
μακρόστενο κομμάτι ξύλου
ριζόφτι
=
το μέρος πίσω από το αυτί
ρέντζα
=
τένοντας (συνήθως στο μαγειρεμένο κρέας)
ρεκλιάμες
=
διαφημίσεις
ραφή
=
χαραμάδα
ράμα
=
κλωστή
ρακοπότηρο
=
ποτήρι ρακής
ρακοπατέρας
=
φιλοπότης
ρακοβύζι
=
πιπίλα
Ράκης
=
υποκ. του Θεόδωρου
ρακέτα
=
χάρτινο αεροπλάνο
ράγκαλο
=
χαλασμένο
πυρώνομαι
=
ζεσταίνομαι στη φωτιά
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 1 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας, πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή