Είσοδος χρήστη
Πρόσφατα σχόλια
Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
μπάσι
=
στενόμακρο ξύλινο κάθισμα για πολλά άτομα
μπαρτσολέτα
=
ανέκδοτα
μπαρμπούνια
=
φασολάκια
μπανταλομάρες
=
ανοησίες
μπάμπο
=
γριά
μπάλιος
=
ονομα για σκύλους
μπαλίκο
=
ονομα για σκύλους
μπαλιάσης
=
με ασπρόμαυρες βούλες
μπάλα
=
κούτελο
μπακούλα
=
μικρό σακκί
μπαϊρι
=
μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού
μουτσιάλα
=
πλημμύρα
μουτρούνα
=
1. αγκαθωτό χόρτο που το τρώνε οι αγελάδες 2. χοντρή γυναίκα
μούτεμα
=
ξεπουπούλιασμα, μάδημα
μουστερής
=
πελάτης
μουσουμπέτικο
=
1.ο έχων τάσεις προς ανάπτυξη βεντέντας, 2.καρφώνει πισώπλατα
μούσγκωσε
=
νύχτωσε
μούσγκωσε
=
νύχτωσε
μουσαμάς
=
ναϋλον
μούρες
=
βατόμουρα
μούκας
=
ακαμάτης, οκνηρός, κουτός
μουαμπέτι
=
κουβέντα, συζήτηση
μότσι
=
βαριεστημένος
μοτόρι
=
μηχανή
μολιά
=
βρισιά, μολυσμένος, βρώμικος
μο
=
ω, (κλητική)
Μίχος
=
υποκ. του Μιχάλη
μιντζίρι
=
περίεργο
μιντέρι
=
καναπές
Μίλτης
=
υποκ. του Μιλτιάδης
Μίγια
=
υποκ. της Ευθυμίας
μηχανή
=
αυτοκίνητο
Μήτσης
=
υποκ. του Δημήτρη
μερμάγκα
=
αράχνη
μέντζα
=
μαγειρίο
μελοχαμένο
=
μελό (= μυαλό) ? χαμένο
μελοπαρμένο
=
άμυαλο
μαύρος
=
κακομοίρης
μαυλάω
=
καλώ τα κατοικίδια ζώα
ματσί
=
γατάκι
ματσιαλάω
=
μασάω
ματούφας
=
1.ακούρευτος 2.ηλικιωμένος
ματαράς
=
δοχείο για μεταφοραά υγρών
μαστραπάς
=
κανάτα για νερό
μαστάρι
=
ο μαστός της αγελάδας ή της γίδας
μαστάκι
=
ακρίδα
μάστα
=
μάζεψέ τα
μασκαρόλογα
=
χυδαία λόγια
μασκαράς
=
παλιάνθρωπος
μασιάς
=
σπάτουλα που χρησιμοποιείται για να ανακατεύουμε τη φωτιά
μαρκιέμαι
=
μοιρικάζομαι
μαργομένος
=
κοιμισμένος, μαγεμένος
μαραγκούλα
=
μαραμένο σύκο
μαραγκιασμένο
=
μαραμένο
μαξούς
=
επίτηδες
μαντζάτο
=
αποκαλείτε συνήθως το ισόγειο διπλόπατου σπιτιού.
μαντζάνας
=
μυταράς
μαντζάνα
=
μελιντζάνα
μαντέμι
=
χώρος από τον οποίο προμηθευόμαστε πέτρες
μαντάτο
=
ανίκανος άνθρωπος, χαζός, αδυνατει να διεκπαιρεώσει οποιαδήποτε εργασία
μαμάτσα
=
ψωμί από καλαμπόκι
μαλτέζικο
=
1) αφτιάς (μεταφ.), 2) ράτσα ζώου που παράγει πολύ γάλα
Μάλλω
=
υποκ.της Αμαλίας
μαλλιά
=
αποτυχία (π.χ.: μαλλιά, τίποτα δεν κερδίσαμε)
μαλέσικο
=
τριχωτός
μαλέκο
=
γυναίκα μεγάλης ηλικίας
μαλακύθρα
=
μαλάκας
μαλαγάνα
=
πονηρός
μακαράς
=
η κουβαρίστρα με την κλωστή
μαϊμούνι
=
παλιόπαιδο
μαγκούφης
=
πονηρός
μαγειριό
=
κουζίνα
λυκούνι
=
θηρίο (μεταφ.)
λουρίδα
=
ζώνη
λουλάκιασε
=
μελάνιασε
λόϊνο
=
μπλε, γαλάζιο
λίωνομαι
=
ξαπλώνω
λιοτήρι
=
λιόσπορος
λιόντζια
=
βεράντα
Λιόλια
=
υποκ. Όλγας
Λιόλης
=
υποκ. Γιώργου
λιμπά
=
ανδρικά γεννητικά όργανα
Λίκα
=
υποκ. της Βασιλικής
λιθάρι
=
πέτρα
λιγκρί
=
λιρί
Λίγια
=
υποκ. της Ευταλίας
λίγδα
=
το λίπος του χοιρινού που χρησιμοποιείται για μαγειρική
λιάσα
=
εξωτερική πόρτα πρόχειρα φτιαγμένη
λιάρος
=
γαλανός
Λιάνης
=
υποκ. του Στυλιάνη
Λιάκος
=
υποκ. του Ηλία
λιάζομαι
=
κάθομαι στον ήλιο
λιαβατρίτσε
=
πλυντήριο
Λέως
=
υποκ. του Λεωνίδα
λεφτόκαρα
=
φουντούκια
λέρα
=
1) βρωμιά, 2) μέρος οπού πίνουν νερό τα ζώα
λέκια
=
λεφτά
Λέας
=
υποκ. του Αχιλέα
λάστιχο
=
σφεντόνα
λαπούσης
=
αφτιάς
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 1 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας, πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή