Είσοδος χρήστη
Πρόσφατα σχόλια
Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
λάπατα
=
χόρτα φαγώσιμα
λάπας
=
αφτιάς
λανάρι
=
ξύλινο εξάρτημα με δύο μεταλλικές επιφάνειες για την επεξεργασία μαλλιού
λαμπατσίδες
=
πυγολαμπίδες
λάμπα
=
λάμπα πετρελαίου
λαμνάτος
=
γυμνός
λάκος
=
ρέμα
λαθίρο
=
παρδαλή κότα
λαγούμι
=
μικρό κανάλι δίπλα σε τοίχο
λάγιο
=
1)μαύρο πρόβατο, 2) αποκαλείται έτσι και ο μελαχρινός
λαγγόνι
=
το σημείο πίσω από το νεφρό
λαγγιόλι
=
μέρος της δροπολίτικης στολής
κωλοφωτιά
=
πυγολαμπίδα
κυπρί
=
κουδούνι
κυβούρι
=
μνήμα
κρόθα
=
η κόρα του ψωμιού
κροδιάρης
=
λερωμένος
κρόδα
=
1.βρωμιά, 2.λερωμένος, -η, -ο
κρισάρα
=
σίτα
κρίγγαλο
=
πολύ σκληρό
κρένω
=
μιλάω
Κράτης
=
υποκ. του Σωκράτη
κρατημένος
=
δυσκίνητος, παράλυτος
κράνι
=
1)καρπός δέντρου (κρανιάς) 2) αποκαλείται έτσι και το αιδοίο
κρακ
=
καθόλου
κοψιά
=
κομμάτι μαγειρεμένου κρέατος
κουφολάχανο
=
φαγώσιμο χόρτο
κουτσουπιά
=
είδος δέντρου με μωβ ανθό
κουτούζικο
=
κουτός
κουρκουτόπιτα
=
πίτα με χυλό και κομμάτια τυριού
κουρκουτιάζω
=
μπερδεύω
κουρκούτι
=
χυλός
κουρκούτας
=
αυτός που δε μιλάει καθαρά
κούμπουλα
=
κορόμηλα
κουλτούκι
=
καναπές, πολυθρόνα
κουλιάς
=
διωκώμενος (απ? τους κομμουνιστές)
κουκουμάτσιο
=
κουκουβάγια
κουκουλίτσα
=
μανιτάρι
κουϊντάλι
=
εκατό κιλά
Κώτσιος
=
υποκ. του Κώστα
κουτσούπι
=
ό,τι απομένει από το δέντρο αφού το κόψουμε
κοτσίλι
=
μικρό μαχαίρι
κόσα
=
γεωργικό εργαλείο
κόρτσες
=
παράσιτα σαν τις ψείρες
κόρμα
=
1) δερματολογική ασθένεια προβάτων 2) βρωμιάρης (μεταφ.)
κορκάρι
=
μικρά κρεμμύδια που φυτεύονται για την αναπαραγωγή του είδους
κορίτα
=
το μέρος που πίνουν νερό οι κότες (συν. πέτρινο)
κόρδωμα
=
τέντωμα, λέγεται έτσι και η αντρική στύση
κόπστι
=
νηπειαγωγείο
κοπερατίβα
=
συναιτερισμός
κόντισμα
=
εικόνα
κόντες
=
τα αυγά της ψείρας
κολλημένος
=
αδύνατος
κολιτσίνα
=
παιχνίδι της τράπουλας
Κόλιας
=
υποκ. του Νικόλα
κλωνί
=
σπίρτο
κλωνάρι
=
κλαρί
κλιούπι
=
καφενείο
κλίμα
=
κλιματαριά
κλιάει
=
κλείνει
κλειτσουνάρι
=
το πόδι υποτιμητικά
κλειτσάρα
=
βήμα
κλειδωνιά
=
κλειδαριά
κλάπας
=
βλάκας
κίτερο
=
κίτρινο
κιρκίρι
=
γρύλος
κίνγκος
=
ωραίος, μάγκας
κίνα
=
ξεκίνα
κικιρίκι
=
αποκαλούνται έτσι όλα τα λάδια εκτός του ελαιόλαδου
Κιάκος
=
υποκ. του Κυριάκου
Κής
=
υποκ. του Ηρακλή
κηλούγγι
=
είδος κασμά
κερατάς
=
πονηρός
κέντρο
=
διακοσμητικό πλεγμένο στο χέρι
κένα
=
γκρίζα κατσίκα
κάψω
=
βρε
κάψιαλο
=
καμμένο
κάχτα
=
καρύδι
καφέτσι
=
μπρίκι του καφέ
κατώι
=
κατώγι
Κάτω
=
υποκ. της Κατερίνας
κατσιδιάρης
=
του λείπουν όλα τα μαλλιά (συνήθως από αρρώστια)
κατσιαματιάζω
=
σημαδεύω
κατσέτα
=
τα χτενισμένα μαλλιά
κατσαφλιάκη
=
μικρός, χρησιμοποιείται υποτημητικά
κατσαρόλι
=
μικρό ( 1 λίτρου ) τσίγκινο δοχείο για τη μεταφορά γάλατος
κατράνι
=
μαύρο
κατίλης
=
βλ. καταραχιάς
καταχητό
=
καλύβι ζώου
καταραχιάς
=
άτακτος, ζημιάρης
Κάσω
=
υποκ. της Κασιανής
καστραβέτσι
=
1) αγγούρι 2) αποκαλούμε έτσι περιφρονητικά, κάποιον μικρό σε ηλικία
κασκαντούρα
=
απελπιστικά άδειο
καρτσούμπουλο
=
βατόμουρο
κάρκαλος
=
πολύ δυνατός βήχας
καρκαλάει
=
απομένει
καρέλι
=
το ξύλο πάνω στο οποίο είναι τυλιγμένη η κλωστή
καρδάρι
=
δοχείο που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση του γάλατος μετά το άρμεγμα του ζώοου
καρδάρας
=
αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι
καργιά
=
καρυδιά
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 1 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας, πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή