Είσοδος χρήστη
Πρόσφατα σχόλια
Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
γλούπος
=
στόμιο
γλογγιά
=
αγκαθοτώς θάμνος
γλίστρα
=
σκουλήκι της γης
γλέντι
=
πανυγήρι, συνεστίαση
γκριμπούνι
=
χοντροκέφαλος, ισχυρογνώμων.
γκριμπόνα
=
μεγάλη τρύπα
γκριμπάτσι
=
υπερβολικό δάρσιμο
γκριμάδι
=
συντρίμμι
γκριλώνω
=
γουρλώνω
γκουτζέλι
=
σπιτόσκυλο
γκουστέρα
=
σαύρα
γκούσια
=
το σημείο κάτω από το σιαγόνι
γκουντουλιάρα
=
επιφάνεια σχετικά λείων βράχων με θετική κλίση προς το έδαφος
γκούντουλα τα μπίντιλα
=
κατρακυλιζόμενο
γκουμένης
=
όνομα για σκύλους
γκουζινιέτα
=
ρουλεμαν
γκουγκουφτού
=
είδος πουλιού (πήρε το όνομά του από τον ήχο του)
γκουγκούσης
=
μοναχικός
γκορτσολέμικο
=
πουλί χωρίς πούπουλα στο λαιμό
γκορτσοκέφαλος
=
1) κουρεμένος με την ψηλή 2) καραφλός
γκόρτσα
=
άγρια αχλάδια
γκορόμηλα
=
άγρια μήλα
γκομπλίτσα
=
δοχείο στο οποίο πίνουν νερό τα γουρούνια, αποκαλούμε έτσι και τους κεφάλες
γκομπίλας
=
άκομψος
γκολφ
=
ζιβάγγο
γκογκοζιάρες
=
κόκκινες πιπεριές τουρσί
γκλιγκάτσα
=
φυτό με έντονη δυσοσμία
γκλάφας
=
βλάκας, ηλίθιος
γκλαμπόφτης
=
αφτιάς
γκλάβανη
=
καταπακτή
γκιούμι
=
δοχείο μεταφοράς νερού
γκιόξι
=
στήθος
γκιζεράω
=
τριγυρνάω
γκέτες
=
καλσόν
γκάχας
=
βλάκας
γκαρνέτο
=
κλαρίνο
γκάρα
=
αγώνας δρόμου
γκαντιφές
=
κοτλέ
γκαμπέλης
=
γύφτος
γκαλίτσι
=
αρπακτικό (π.χ. τσακάλι)
γκαίμια
=
τα σκοινιά με τα οποία οδηγούμε το άλογο
γκαζντάρι
=
μικρό σπιτάκι (περιφρονητικά) ή αποθήκη
γκάζια
=
ο καρπός της γκαζιάς
γκαζιά
=
δέντρο του οποίου οι καρποί τρώγονται
γκάζι
=
πετρέλαιο
γκαζερό
=
δοχείο μεταφοράς πετρελαίου για τη γκαζέρα
γκαζέρμα
=
αποθήκη, κυρίως στρατιωτικού υλικού
γκαζέρα
=
μαγειρικο σκεύος που λειτουργει με πετρελαιο
γκάγκα
=
ηλίθια
γκάγγος
=
ωραίος
γκαβόσκυλο
=
τυφλός (μειονεκτικά)
γκάβαλα
=
κόπρανα ζώου (αλόγου, γαϊδάρου)
Γιώτης
=
υποκ. του Παναγιώτη
γιούκι
=
η προίκα της νύφης
γιοργάνι
=
πάπλωμα
γιόντζι
=
τριφύλλι
γινάτεψα
=
νευρίασα
γιατάκι
=
πάπλωμα
γιαργουτόσπορος
=
γιαούρτι που χρησιμοποιείται για να πήξει το γάλα
γιαργούτι
=
γιαούρτι
Γιαννούλα
=
υποκ. της Ιωάννας
γιάννικας
=
πασχαλίτσα
Γγέλης
=
υποκ.του Βαγγέλη
γάστρα
=
1) μαγειρικό σκεύος, 2) γλυκό από ζύμη
γαλάρα
=
ζώο την περίοδο μετά τη γέννα
Γάκης
=
υποκ. του Γιώργου
γαίμα
=
αίμα
βυζορούτι
=
σουτιέν (σπάνια χρησιμοποιείται)
βρυσσάει
=
πηγάζει
βρακανίδες
=
άγρια χόρτα φαγώσιμα
βουρλός
=
τρελός
βουλτιά
=
κόπρανα ζώου
βουζιά
=
κουφοξυλιά
βολιέμαι
=
προσδιορίζομαι
βολά
=
φορά
βόζα
=
μεγάλο μεταλικό δοχείο γα νερό (200 λίτρων)
βλαστερό
=
ξύλινη σφραγίδα για το αντίδωρο
βίντσι
=
γερανός
βερβετσέλης
=
πειραχτήρι
βερβερίτσα
=
σκίουρος
βελόνια του κούκου
=
φυτό με καρπούς σαν βελόνα
βελέντζα
=
φλοκάτη
βάτα
=
βατιά
Βάσος
=
υποκ. του Βασίλη
βαρόλο
=
φόρμα εργασίας με τιράντες
Βάνθω
=
υποκ. της Ευανθίας
βάκρο
=
πρόβατο με πρόσωπο μαύρο
βακούφι
=
ιερός τόπος
Βάγγος
=
υποκ. του Βαγγέλη
αχούρι
=
καλύβα
αχαμνά
=
τα γεννητικά όργανα του άνδρα
αφτού
=
εκεί (π.χ.: αφτού είναι)
Άφρω
=
υποκ. της Αφροδίτης
αφουγκράζομαι
=
ακούω, παρακολουθώ μια συζήτηση
αφόντες
=
από τότε
ατλάζι
=
μετάξι
ατζιαμής
=
άπειρος, πρωτάρης
αστραπούτσκαρος
=
δηλώνει μεγάλη έκπληξη, συνήθως αρνητική.
αστάρι
=
φόδρα
αστάκι
=
καλαμπόκι
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 1 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας, πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή