Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
κωκεύω = σκοποβολώ, σημαδεύω (από το αρχαίο "ακώκη"= βέλος) Σπύρος
κωκεύω = σκοποβολώ, σημαδεύω (από το αρχαίο "ακώκη") Σπύρος
κουρί = το μικρό δάσος, διότι τα δέντρα περιοδικά "κουρεύονται" Σπύρος
κουναρίζω = ανατρέφω, μεγαλώνω τα παιδιά Σπύρος
κοντοπίθιακας = ο κοντός Σπύρος
κλούτσος = κρεμαστάρι αγκυλωτό στο ένα άκρο Σπύρος
κιαπέ = και έπειτα, "να φάμε κιαπέ φεύγεις" Σπύρος
κατσούλα = σκέπασμα της κεφαλής Σπύρος
κατσιουλώνω = επικαλύπτω Σπύρος
ζιγούρι = το μικρό πρόβατο Σπύρος
ζαλώνομαι = φορτώνομαι Σπύρος
δρεβένιτσα = αγγείο, χρησιμεύει κατά την οδοιπορία Σπύρος
δοράκινο = ροδάκινο (αναγραμματισμός) Σπύρος
βαΐζω = γέρνω Σπύρος
αμπουριάζει = αναδύει καπνούς Σπύρος
άμπουρος = ατμός Σπύρος
αζάτι = ελεύθερα, ανέμελα, χωρίς περιορισμούς Σπύρος
γκαργκάλι = σαράβαλο Kyriakos
άλυσος = αλυσίδα Kyriakos
πούπης = μουλωχτός Kyriakos
γκαρόσια = τα ζουμιά της ελιάς εκτός του λαδιού Kyriakos
φρουλαΐδα = ελαφρόμυαλος Kyriakos
τορός = οσμή Kyriakos
τσάτσω = άτακτο κορίτσι, παλιοκόριτσο Kyriakos
απλυτσούρης = άπλυτος, βρόμικος Kyriakos
μουρνταλίκι = το λέμε όταν κουράζουμε κάποιον υπερβολικά Kyriakos
παλιάτσιω = παλιοτόμαρο Kyriakos
μπουτζάρια = χείλη Kyriakos
κλαπουκίζω = καταβροχθίζω, καταπίνω Σπύρος
ματσουκώνω = δέρνω Kyriakos
παχνί = το μέρος που βάζουμε το χορτάρι για να φάνε τα πρόβατα Kyriakos
πρασουλίδα = άγριο πράσο Kyriakos
κολυμπαριό = μούσκεμα Kyriakos
καψάλισμα = το τρεμόπαιγμα των ματιών Kyriakos
μονοχισμένος = ευνούχος Kyriakos
μάζια = προβατίνα με μαύρο πρόσωπο Kyriakos
ντουνούπι = τύφλα στο μεθύσι, σκνίπα Kyriakos
γκιζεροθύρης = αυτός που τριγυρνάει από σπίτι σε σπίτι Kyriakos
σιντόρω = άτακτο κορίτσι, παλιοκόριτσο Kyriakos
σουργκιούνι = ρεζίλι (π.χ.: έγινε σουργκιούνι) Kyriakos
κορκοσούρης = κουτσομπόλης, ανακατωσούρης Kyriakos
γκιβέτσι = είδος ταψιού Kyriakos
σιούστραβος = άσχημος Kyriakos
γκιόλι = βρεγμένος Βαγγέλης
ψοφίμι = αδύναμος Βαγγέλης
πορτολάμπα = ντουί Βαγγέλης
κερατένια = κατεργάρα Kyriakos
τετραπέρατος = αυτός που είναι πολύ ικανός Kyriakos
μοναχοφίκης = αυτός που προτειμάει τη μοναξιά Kyriakos
κιόρης = αυτός που δε βλέπει καλά (το λέμε μειονεκτικά) Kyriakos
γκότζες = τρίχες, μπούρδες Kyriakos
γκοτζόλα = κουράδα Kyriakos
γκρίμπαλο = χαλασμένο, κούφιο Kyriakos
μπλατζόρικο = πολύ φαρδύ, ξεχειλωμένο Kyriakos
μπελάντζα = ζυγαριά παλαιού τύπου Kyriakos
παλάτσιο = παλιοτόμαρο Kyriakos
πλεβίτης = κρύωμα ή πνευμονία Kyriakos
γκουλάστρα = το πηχτό γάλα μετά τη γέννα από τα αιγοπρόβατα Kyriakos
τσιαπουνάδα = το λέμε όταν κάποιος ξεθαρρεύει (με την αρνητική έννοια) Kyriakos
ταρατόρι = ξυνόγαλο με σκόρδα, αγγούρι και ελαιόλαδο Kyriakos
ρούτσια = το κουκούλι με αγκάθια που περιβάλει τα κάστανα Kyriakos
νέσπουλο = μούσμουλο Kyriakos
τζαμπούνα = είδος φλογέρας φτιαγμένη από φλοιό δέντρου Kyriakos
βαντάκι = δεμάτι από κλαδιά, ξύλα κλπ Kyriakos
μουστράφι = μούτρο Kyriakos
πελέκι = 1) δρυοκολάπτης 2) μεγάλος τσακωμός Kyriakos
ντριβάζω = κυκλοφορώ, πηγαινοέρχομαι Kyriakos
μποτσιολέλικο = χαριτωμένο μικρό παιδάκι Kyriakos
ντιάλα = ξύλο με διχάλα στην κορυφή Kyriakos
γκιμί = μικροκαμωμένος και άσχημος Kyriakos
μαγκίρι = άδειο, δεν έχει μείνει τίποτα Kyriakos
νομπέτι = κάτι σύντομο (π.χ.: θα πάρω ένα νομπέτι ύπνο) Kyriakos
γκαζιάκι = κοντό παιδί, μικροκαμωμένο Kyriakos
αντερζί = έλα τώρα, άσε με τώρα (π.χ.: αντέρζι κι εσύ) Kyriakos
σφρέκλα = σέσκουλα Kyriakos
κουκιάης = είδος δέντρου με ροζ-μοβ ανθό Kyriakos
κουτσιαβέλι = κουτάβι, μικρό σκυλάκι Kyriakos
λεβίθα = σκουληκαντέρα Kyriakos
σιλιβούρα = βρώμικος, λερωμένος, παλιοτόμαρο μεταφορικά Kyriakos
τζαρίζω = κλαίω Kyriakos
τζαρτζάλα = ανακατωμένα (π.χ.: έχω τα μαλλιά τζαρτζάλα) Kyriakos
μαγκλάρας = ψηλός και άχαρος Kyriakos
νταγκλαράς = πολύ ψηλός Kyriakos
ντίγκα = γεμάτο, φίσκα Kyriakos
μάγκανος = αυτός που επιμένει για κάτι μέχρι αηδίας Kyriakos
μπρεσκοκοίλης = κοιλαράς Kyriakos
γκροθιάρης = μικροκαμωμένος Kyriakos
γκιζοκαμένο = αδύναμο παιδί χωρίς πολλές αντοχές Kyriakos
λεπιάρης = βρώμικος, άπλυτος Kyriakos
λέπρα = βρωμιά Kyriakos
τρυποξύλικο = ανακατωσούρης, ανάποδο άτομο Kyriakos
λουμπής = φαγάς, αχόρταγος Kyriakos
σμπαράλια = κομματιάστηκε (έγινε σμπαράλια) Ανδρέας
σκρουμπάλιασα = μου ξεράθηκε το στόμα Kyriakos
λαμπαρδόνες = μπούρδες Kyriakos
σιαλιμούρα = πολύ αλμυρό (π.χ.: σιαλιμούρα έγινε το φαΐ) Kyriakos
μπουρτζούλες = μουντζούρες Kyriakos
μόλι = σωρός χώματος που έχει σκαφτεί Kyriakos
μπουρτζομένος = αυτός που έχει κρεμάσει τα μούτρα Kyriakos
κότσκαλο = είδος φελού από ξύλο ή κορμό καλαμποκιού Kyriakos
< 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή