Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
ψευτούρης = ψεματιάρης, ψεύτης μεγάλος
ψες = χθες το βράδυ
ψεματούρα = μεγάλο ψέμα
ψαχουλεύω = ψάχνω
ψαλίδα = δοκάρι στήριξης της σκεπής
χτυπάρι = κατασκεύασμα από ξύλο βουζιάς με το οποίο εξφενδονίζουν τσουμπλίκια
χτικιό = φυματίωση
χρουσούζικο = γρουσούζικο
χουμπούλι = απευθυνόμαστε σε κάποιον έτσι για να του πούμε να προβεί σε στρουθοκαμηλισμό
χουλιάρι = κουτάλι
χολιάζω = στεναχωριέμαι
χολέρα = αποκαλούμε έτσι τον βρώμικο, τον κακό, τον ψυχικά βρώμικο
χλαπακιάζω = τρώω
χέσκας = δειλός
χαψιά = μπουκιά
χάχας = γελάει δίχως λόγο
χάφτας = χαζός (χάφτω=χαζεύω, κοιτάζω παθητικά)
χατίλια = το κενό μετξύ σκεπής και ταβανιού
χασωφεγγιάρικο = χλωμός, αδύνατος
χασικλής = χαμένο κορμί, κατεστραμμένος
χαρχάγγελος = ενοχλητικό άτομο
χαραμοφάης = άχρηστος, ακαμάτης, τεμπέλης
χάπι = φλέμα
χάπατο = χαμένος
χαντζιάρι = μαχαίρι μεγάλο
χαμπέρι = είδηση, νέο
χαλεύω = ψάχνω
χαλές = 1.τουαλέτα, 2.βρισιά: «είσαι χαλές»
χαλεπά = ψάχνοντας
χαγιάτι = σκέπαστρο εξώπορτας
Φώτος = Φώτης
φυτευτήρα = γεοργικό εργαλείο με το οποίο ανοίγουν τρύπες για το φύτεμα
Φτύχω = υποκ. της Ευτυχίας
φτουράω = αντέχω
φτενούγιες = φαγώσιμο χόρτο
φτενό = λεπτό
Φτέλιω = υποκ.της Ευταλίας
φτελιά = είδος δέντρου με μωβ ανθό
φτασιάρικο = φωνακλάς
φρίγγο = καινούριο
φουσκή = κοπριά
φούσια = 1.γήπεδο ή αγρόκτημα 2. το μηδέν του ντόμινο
φους - φους = μπουφάν, αδιάβροχο
φούρκα = ξύλο με διχάλα στην κορυφή
φουρκάτσια = το ξύλινο ή μεταλλικό μέρος σε σχήμα Υ της σφεντόνας
φούκσης = προδότης, καρφί
φορέματα = ρούχα
Φώνη = υποκ. της Περσεφόνης
φόλα = το μέρος της σφεντόνας που κρατάει την πέτρα
φλοέρα = το καλάμι του ποδιού
φλετούριξα = πέταξα
φλετουρίδα = πεταλούδα
φλέστρα = το κάλυμα των φασολιών που απομένει μετά την διαλογή τους
φλεντζουρίδα = κοφτερή και μικρή πέτρα
φλαστάρι = όμορφος
φλαμπόθηκα = τυφλώθηκα ή από ζαλάδα ή από τον ήλιο
φίντες = τακουνάκια, κόλπα γενικώς
φιδορούτι = το πουκάμισο του φιδιού (αυτό που αλλάζει)
Φίγω = υποκ. της Φιγαλίας
φιασίδι = κραγιόν
Φίγια = υποκ. της Ιφηγένειας
φέγγει = χαράζει
φασουλίζω = 1) βάζω κάποιον στη θέση του 2) τα κάνω χάλια
φασκιώνω = δένω το μωρό με τη φασκιά
φασκιά = σκοινί με το οποίο δέναμε τα σπάργανα
υγρό = στυλό
τσώπα = σώπασε
τσουμπλίκι = φαγώσιμος άγριος καρπός (μικροσκοπικός) δέντρου
τσούνιος = άτομο αδύνατο
Τσότσο = υποκ. της Σοφίας
τσότσκα = φύτρα μαλλιών
τσολάω = χτυπάω μέχρι να διαλύσω κάτι (να το ισοπεδώσω)
τσόκαλο = μικρή στρογγυλή πέτρα περίπου σε μέγεθος καρυδιού
τσιφτιλίτικο = αλήτης με καταστροφικές τάσεις
τσιφούτης = τσιγκούνης, εβραίος
τσίτα = μικρό καρφί
τσιστέρνο = δεξαμενή
τσιροπούλι = 1. τσίρος 2. σπουργίτι
τσιουτέρι = μικροπρόσωπος, ζούδιο
τσιουρούκικο = τρωτό
τσιούκα = το αντρικό μόριο
τσιοκλάνι = τσόγλανος
τσιοκάνι = 1) σφυρί, 2) είδος κουδούνας που κρεμάμε στα πρόβατα
τσιντζίρι = τζιτζίκι
τσίντζας = άτομο αδύναμο
τσίντζα = σταγόνα
τσιμπιδάκι = μανταλάκι
τσιμπίδα = πένσα
τσιλιτούρα = τσέρλα
τσίλικο = καινούργιο
Τσίλης = υποκ. του Βασίλη
τσίκσε = φύγε από ?δώ
τσίκα = λίγο
τσιβούρα = σκάσιμο των χεριών απ το πολύ κρύο
τσιάφνη = η πρωινή παγωνιά, κυρίως, πάνω σε γρασίδι
τσιατή = σκεπή
Τσιάβος = υποκ. του Σταύρου
τσια = σπίθα
Τσιέφος = υποκ. του Στέφου
τσέργα = φλοκάτη
< 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή