Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
αλίχουρντος = αχόρταγος, φαγάς Kyriakos
αλίχτισμα = γάβγισμα, κάποιος που μιλάει άσκοπα (μεταφορικά) Kyriakos
άλογο του κούκου = είδος αετού Kyriakos
άλυσος = αλυσίδα Kyriakos
αμποσιά = σπρώξιμο Kyriakos
αντερζί = έλα τώρα, άσε με τώρα (π.χ.: αντέρζι κι εσύ) Kyriakos
απλυτσούρης = άπλυτος, βρόμικος Kyriakos
άργανο = το λέμε όταν θέλουμε κάποιος να πάθει κάτι κακό Kyriakos
αρέντα = τρέξιμο, τρεχάλα Kyriakos
βαένι = γυάλινο δοχείο που βάζουμε κρασί ή ρακή Kyriakos
βαλέρα = μικρό στενόμακρο βαρέλι για τη μεταφορά πόσιμου νερού Kyriakos
βάμπαλο = ξερά φύλλα μαζί με ξερά κλαράκια, ξερά χόρτα κλπ Kyriakos
βαντάκι = δεμάτι από κλαδιά, ξύλα κλπ Kyriakos
βατακόπα = κοπτικό εργαλείο με καμπυλωτή μύτη και στειλιάρι για να κόβουμε τις βατιές Kyriakos
βερβελέ = λιώμα, βίδες (π.χ.: τον έκανε βερβελέ) Kyriakos
βίγκλα = η τρύπα δίπλα από το στόμιο της βαλέρας Kyriakos
βούντε = συνέχεια και πολύ (π.χ.: σήμερα βρέχει βούντε) Kyriakos
βουρκόλακας = 1) αχόρταγος 2) αυτός που ξυπνάει πολύ νωρίς Kyriakos
Γιώργενα = η γυναίκα του Γιώργου Kyriakos
γκαβλόρης = αυτός που δε βλέπει καλά (το λέμε μειονεκτικά) Kyriakos
γκαζιάκι = κοντό παιδί, μικροκαμωμένο Kyriakos
γκάνιος = αυτός που γκαρίζει ή κλαίει με χοντρή φωνή Kyriakos
γκαργκάλι = σαράβαλο Kyriakos
γκάρμπα = η γριά γίδα (λέμε και τη γυναίκα μεγάλης ηλικίας) Kyriakos
γκαρόσια = τα ζουμιά της ελιάς εκτός του λαδιού Kyriakos
γκαστώνω = πυρώνομαι στη φωτιά Kyriakos
γκιβέτσι = είδος ταψιού Kyriakos
γκίζα = ανθότυρο, μυτζήθρα Kyriakos
γκιζεροθύρης = αυτός που τριγυρνάει από σπίτι σε σπίτι Kyriakos
γκιζοκαμένο = αδύναμο παιδί χωρίς πολλές αντοχές Kyriakos
γκιμί = μικροκαμωμένος και άσχημος Kyriakos
γκλάβανος = πολυλογάς, φωνακλάς Kyriakos
γκότζες = τρίχες, μπούρδες Kyriakos
γκοτζόλα = κουράδα Kyriakos
γκουλάστρα = το πηχτό γάλα μετά τη γέννα από τα αιγοπρόβατα Kyriakos
γκουτζιούπι = κομμένο δέντρο που εχει ξεραθεί Kyriakos
γκριλότσης = γουρλομάτης Kyriakos
γκρίμπαλο = χαλασμένο, κούφιο Kyriakos
γκριτζάπος = 1) όταν κάποιος είναι αγρίμι 2) λέμε τα αγοροκόριτσα Kyriakos
γκροθιάρης = μικροκαμωμένος Kyriakos
γραβάλα = τσουγκράνα Kyriakos
δερμάτι = δέρμα Kyriakos
δηλάδερφος = ετεροθαλής αδερφός Kyriakos
διαβολιάρης = ζαβολιάρης, πονηρός Kyriakos
διοπάω = ειδοποιώ Kyriakos
εσνάφης = μπεσαλής Kyriakos
ζεβζέκης = ζωηρός, απείθαρχος, ανακατωσούρης Kyriakos
ζιαμπλακιάρικο = μικροκαμωμένο Kyriakos
ζιούλα = το παραγινωμένο αχλάδι ή γκόρτσο Kyriakos
ζορκολαίμικο = πουλί χωρίς πούπουλα στο λαιμό Kyriakos
ζουζάρι = παλιόπαιδο Kyriakos
ζουφιάρικο = αδύνατος, κοκαλιάρης Kyriakos
θρούμπος = είδος σκούπας για το σκούπισμα της αυλής Kyriakos
ιβλάδι = παλιόπαιδο Kyriakos
ίσιωμα = ίσιο μέρος Kyriakos
καθούρι = μπουρίνι, σύντομη βροχόπτωση Kyriakos
καλαμπαλίκι = πλήθος ανθρώπων (π.χ.: πλάκωσε μεγάλο καλαμπαλίκι) Kyriakos
καλαφατάω = δουλεύω πρόχειρα Kyriakos
καλιμπότζι = σπίτι που φτιάχνουν τα παιδιά για να παίξουν Kyriakos
καμπαρντίζομαι = περηφανεύομαι Kyriakos
καρβασαλάς = λέμε κάποιο αντικείμενο που είναι πιο μεγάλο απ'το συνηθισμένο Kyriakos
καρέπης = γύφτος, μαύρος Kyriakos
κατσιούπι = 1) δοχείο από δέρμα ζώου 2) λέμε όταν κάποιος έχει πριστεί Kyriakos
καφτάνι = ξυλοδαρμός Kyriakos
κάψα = μανταλάκι Kyriakos
καψάλισμα = το τρεμόπαιγμα των ματιών Kyriakos
καψητιάς = φάντασμα, καλικάντζαρος Kyriakos
καψολιάρης = κακόμοιρος, καψερός, φουκαριάρης Kyriakos
κερατένια = κατεργάρα Kyriakos
κερκέσης = λέτσος, κάποιος που φοράει σκισμένα ρούχα Kyriakos
κέρμα = χαλασμένο κρέας, ψοφίμι Kyriakos
κιόρης = αυτός που δε βλέπει καλά (το λέμε μειονεκτικά) Kyriakos
κιπάπι = λιώμα, σμπαράλια (π.χ.: τον έκανε κιπάπι) Kyriakos
κίσσερας = κισσός Kyriakos
Κίτσιενα = η γυναίκα του Κίτσιου Kyriakos
κλαφακίζω = μιλάω άσκοπα, μουρμουράω Kyriakos
κλαφούνι = κουταβάκι, σκυλάκι Kyriakos
κλώκω = κλώσσα (με την κακη εννοια) Kyriakos
κολυμπαριό = μούσκεμα Kyriakos
κοντιτσίνα = 15ήμερο (το λέμε για τις πληρωμές συνήθως) Kyriakos
κοντοζυγιεύω = κοντοζυγώνω Kyriakos
κόρδας = βλάκας, χαζός Kyriakos
κόρζες = κοριοί Kyriakos
κορκοσούρης = κουτσομπόλης, ανακατωσούρης Kyriakos
κότσκαλο = είδος φελού από ξύλο ή κορμό καλαμποκιού Kyriakos
κοτσκολαίμης = κοκκινολαίμης Kyriakos
κούκας = κουτός, χαζός Kyriakos
κουκιάης = είδος δέντρου με ροζ-μοβ ανθό Kyriakos
κουμπαραχιά = σπονδυλική στήλη Kyriakos
κούπες = βεντούζες Kyriakos
κουρμούτσι = κρέας, κοψίδια Kyriakos
κουρούνα = τσαμπί σταφυλιού (π.χ.: μια κουρούνα σταφύλια) Kyriakos
κούτουλος = πολύ απότομη κατηφόρα Kyriakos
κουτσιαβέλι = κουτάβι, μικρό σκυλάκι Kyriakos
κουτσούλι = σκατούλα, μικρή κουράδα Kyriakos
κρουσιέλι = απομεινάρι ψωμιού Kyriakos
κρούτα = η προβατίνα που έχει κέρατα Kyriakos
κρυβητό = κρυφτό Kyriakos
κωλοκαθιά = κωλότρυπα Kyriakos
κωλοκούρι = κούρεμα που κάνουν στα πρόβατα (κάτω από την κοιλιά) Kyriakos
1 2 3 4 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή