Είσοδος χρήστη
Πρόσφατα σχόλια
Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Νάσιος
=
υποκ. του Θανάση
Νάστα
=
υποκ. της Αναστασίας
Νάτσης
=
υποκ. του Θανάση,
ναύτα
=
νεύτη
νεφτήρα
=
φορητός νηπτήρας
νίλα
=
ζόρι
νιογλεντζιές
=
άτομο, νεαρής ηλικίας, που του αρέσει και ξέρει να γλεντάει.
νοματέοι
=
άτομα
νταβιτζής
=
αυτός που κάνει κουμάντο
νταγιάκι
=
ξυλοδαρμός
νταλάκι
=
δηλητήριο
νταμάσκο
=
κάλλυμα καναπέδων
ντάμπαρο
=
ορθάνοιχτα
νταμπίνα
=
κοπάνι σταφύλι
νταμπλάς
=
1.ηλίθιος 2.μεγάλη έκπληξη (μεταφ.)
νταμπούκι
=
«ψόφιος»
ντανταρούκι
=
τσαμπουκάς, ψευτόμαγκας
νταούλας
=
ξεροκέφαλος [έχει το κεφάλι σαν το νταούλι]
ντασκί
=
φυλακτό
ντάτσο
=
αυτός που έχει ξυρισμένο κεφάλι
νταψιά
=
πέσιμο
ντεκοράτο
=
παράσημο
ντελικάτο
=
ευαίσθητο
ντεντές
=
τεμπέλης
ντέπος
=
αποθήκη
ντερβένι
=
κεντρικός δρόμος
ντερμπεντέρης
=
ανοικοκύρευτος
ντερτιλής
=
μερακλής
ντεψί
=
ταψί
ντιβέτσι
=
κουζινικό σκεύος, μικρό ταψί
Ντίνης
=
υποκ. του Κωνσταντίνου
ντίου ντάου
=
παιδικό (επικίνδυνο) παιχνίδι
ντίπου
=
καθόλου
ντίπι
=
εντελώς, τελείως
ντότι
=
εύκολα (πχ δεν μπόρεσα ντότι να πάω)
ντουγραμάς
=
1.σανίδα 2.αμόρφωτος («? είναι ντουγραμάς?»)
ντουμάνι
=
έντονος καπνός
ντουμπακιάζω
=
δέρνω
ντουμπίτσι
=
ξυλοδαρμός
ντουντούνα
=
σκληρό φύλλο χλωρού κρεμμυδιού-φορέας του σπόρου του
ντουφεκισμένος
=
κακόμοιρος
ντούφι
=
ιδιοτροπία
ντραγκατζίκα
=
καραβάνα φαγητού
Ντρέκος
=
υποκ. του Αντρέας
ντριμόνι
=
σουρωτήρι (μεταφ.)
ντρουμπέκι
=
ξύλινο δοχείο για αποβουτήρωση γάλακτος
ξάχαλο
=
όχι ιδιαίτερα ικανό άτομο
ξαχλιάζω
=
διασκεδάζω
ξεβεντιάζω
=
δοκιμάζω
ξεθρεμίζω
=
αποδυναμώνω
ξεθώνισε
=
χάζεψε
ξεκάλτσωτος
=
ξυπόλυτος
ξελαμνώνω
=
ξεγυμνώνω
ξελαφιάζω
=
ξεκουφαίνω
ξεμπινιάρικο
=
αλήτης
ξεπαστρεύω
=
καθαρίζω, αποδεκατίζω
ξεσυνέρεια
=
ανταγωνισμός
ξεφάλωτη
=
γυναίκα χωρίς μαντήλι στο κεφάλι
ξιάω
=
ξύνω
ξίγκι
=
λίπος
ξίκι
=
περριτό, μη θεμιτό (π.χ.: δεν το θέλω, να μου γίνει ξίκι)
ξιούρας
=
αλλοπαρμένος
ξοδικιά
=
ξωτικό (συνήθως γυναικείας μορφής)
ξόδρεμα
=
στραβοκατάπωση
ξολαλάω
=
λέω αηδίες
ξόμπλι
=
περιέργως ηλίθιος, εκτός τόπου και χρόνου
ξυλοκρέββατο
=
φορείο
οβίρα
=
σημείο σε ποταμό που σε παρασύρει προς τα μέσα
οβορός
=
τοίχος
οκάρα
=
δοχείο φύλαξης υγρών
Όνι
=
υποκ. της Ερμιόνης
όντας
=
όταν
οπίγκες
=
φτηνά δερμάτινα παπούτσια
οργιά
=
μονάδα μέτρησης μήκους, ίση με την απόσταση μεταξύ των ανοιχτών χεριών
οργιό
=
ρίγος
όρνιο
=
βλάκας (μεταφ.)
ούρμο
=
λωτός
οφλιά
=
μικρή κοφτερή πέτρα
παγούρι
=
δοχείο νερού
παλιοπλιάτσικο
=
ανέντιμος (μεταφ.) [παλιό ρούχο]
παλιούρι
=
αγκαθωτό φυτό που χρησιμεύει για περιφράξεις
πάνα
=
η πέτσα που πιάνει το γάλα κατά το βράσιμο
πανίνα
=
ψωμί πολυτελέιας
πανισπάνι
=
παντεσπάνι
Πάντος
=
υποκ. του Παντελή
πανωφόρι
=
παλτό
παπαδίτσες
=
ποπ κορν
πάπαλο
=
πέτρα ή οτιδήποτε αντικείμενο προορίζεται απειλητικά για βολή εναντίον κάποιου
παραδαγκαμένο
=
τραυλό
παρέκει
=
πιο ’κει
παρτσέλα
=
έκταση γης
πασπατεύω
=
ψαχουλεύω
παστρικιά
=
καθαρή
παταριά
=
πολύ γρήγορα
πατέντα
=
δίπλωμα οδήγησης
πατίκια
=
αυτοσχέδια υποδήματα
πατοκαζανιά
=
1.πάτος καζανιού 2.τιποτένιος (μεταφ.)
Πάτρα
=
υποκ. της Κλεοπάτρας
πεδουνάρι
=
πατζάκι
πεζούλι
=
πέτρινος τοίχος που χρησιμοποιείται και για κάθισμα
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 1 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας, πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή