Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
καπότα = παλτό για βαρυχειμωνιά, φοριέται κυρίως από βοσκούς
καπαρτίζομαι = περηφανεύομαι
κάπαρο = προκαταβολή
καπάνταής = ψευτόμαγγας
κανίστρα = ψάθινη λεκάνι για ρούχα
κανίσκι = γαμήλιο δωρο
κανατιέρα = μπλουζάκι με τιράντες
καμψιά = "λίγο, λιγάκι («? είσαι καμψιά έξυπνος?;»)"
καμπτζίκι = καμουτσικι, μαστίγιο
καμπρολάχανο = κουνουπίδι
καμπόσο = ότι είναι κάτι σπουδαίο
καμπερές = δίσκος σερβιρίσματος
καμαριέρης = σερβιτόρος
κάμαρη = δωμάτειο ύπνου
καμάρα = χώρος μέσα στον τοίχο (σε σχήμα παράθυρου) που χρησιμοποιείται σαν χώρος αποθήκευσης πραγμάτων.
καλούδια = καραμέλες, σοκολάτες, γλυκά, γενικά δώρα
Κάλιο = υποκ. της Καλλιθέας
καλικατούρα = καρικατούρα
κάλεσμα = προσκλητήριο (κυρίως γάμου)
καλέσης = άσπρο πρόβατο με μάυρα ρουθούνια
καλέντζες = παιδικό παιχνίδι, το χρησιμοποιούμε και για να χαρακτηρίσουμε πολύ αδύνατα πόδια
καλεντάρι = ημερολόγιο
καλαμίδι = πλάστης (με στενόμακρο σχήμα)
κάκω = θεία
κακαράντζα = κοπρανα ζώου (αρνιού, κατσικιού)
καθήκοντα = ασκήσεις των μαθητών για το σπίτι
καθάριο = "σταρένιο, π.χ. ""καθάριο ψωμί"""
ίτσιου = καθόλου
ίσκινα = φυτική ύλη που χρησιμοποιείται για το άναμα φωτιάς
ισιάδα = αλήθεια
θύρα = πόρτα
θιάμα = θαύμα, απίστευτο
Θερτής = Ιούνος
θέρμη = πυρετός
θεμωνιά = αχυρώνας
θαραπαύτηκα = ευχαριστήθηκα
ζωντόβολο = μικροκαμμωμένος και κακός άνθρωπος
ζωκοπάει = βρωμάει
ζυγούρι = αρνάκι
ζουρλός = τρελός
ζουλουμικιάρικο = γρουσούζικο
ζουλάπι = κατεργάρη (μεταφ.)
ζόρκος = γυμνός
ζοκοπούρα = βρώμα (βρισιά)
ζμπόδος = τρικλοποδιά
ζιουρίζει = καίει
ζιούριγμα = κάψιμο
ζιουπάω = πιέζω
ζιντζίρι = φερμουάρ
ζιάω = ζω
ζιαπλιακάκι = βλ.ζιάπα
ζιάπα = βατράχι
ζιακαλιάζω = ζουλάω
ζιάκα = μεγάλη υφασμάτινη σακκούλα από λινάτσα
ζιαβόρι = χαλίκι
ζέρβο = αριστερό
ζέπης = ονομα για σκύλους
ζεματούρα = φαγητό με φασολάδα και ψωμί μαζί βρασμένα
ζέκλο = αριστερό
ζάφτω = πέφτω κάτω
ζατόρι = τρακτέρ
ζάντζα = νεύρο
ζαμπράνι = παλιόπαιδο, αλήτης
ζαμπρανεύω = τριγυρίζω
ζαϊρές = σανό
ζαγάρι = 1) κυνηγόσκυλο, 2) αλήτης, όχι και τόσο αρνητική έννοια
ζαβό = 1) τυφλός, 2) αυτός που δεν προσέχει (μεταφ.)
έω = ναί
εψές = χθες το βράδυ
εφταμηνήτικο = 1) αυτός που γεννήθηκε κατόπιν 7 μηνών κύησης, 2) μικροκαμμομένος, αδύναμος
έμπιος = πύον
έκα = κάτσε (π.χ.: έκα μια στιγμή)
εβγα = βγες
δράχτι = μέρος της ρόκας (βλέπε ρόκα)
δραμιάρικο = πολύ αδύνατος ( «? είσαι ένα δράμι-υποδιαίρεση της οκάς»
δουράω = αντέχω
δοκούμαι = προσδιορίζομαι
δοκίθηκα = προσδιορίστικα
δόκανος = φάκα
διπλάρι = τμήμα της Δροπολήτικης στολής
δίκαιρα = σύκα που γίνονται δύο φορες το χρόνο
διακονάρης = ζητιάνος
διαβαίνω = περνώ
δειλινό = απόγευμα
δάρτι = "1.δέρμα ζώου αποξηραμένο, 2.δέρνω πολύ (π.χ.: τον έκανα δάρτι)
δαρμός = ξύλο, το (από το ρήμα δέρνω)
δαμάλι = μοσχάρι ενός έτους
γυρέυω = 1) ψάχνω 2) ζητάω
γρουμπάλι = σβώλος
γρίβας = σταχτί άλογο
γρέντα = στύλος (συνήθως ξύλινος)
γράδα = μοίρες
γουργούλι = πειραχτήρι
γουργιατό = ουρλιαχτό
γούρα = λακούβα
γούβα = τρύπα στη γη
Γόνη = υποκ. της Αντιγόνης
γομαράγκαθο = φυτό με αγκάθια που τρώγεται από τα γαϊδούρια
Γόλης = υποκ. του Γρηγόρη
γνέθω = στρίβω με τα δάχτυλα το μαλλί μετατρέποντας το σε νήμα
< 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή