Είσοδος χρήστη
Πρόσφατα σχόλια
Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Πέτσιος
=
υποκ. του Πέτρου
πέτουρο
=
φύλλο για πίτες
πέτουρα
=
χυλοπίτες
Ανδρέας
πεσκέσι
=
ενοχλητικός (π.χ.: μου έγινες πεσκέσι)
Σπύρος
περδικουλιά
=
η συκιά που κάνει τα περδικούλια (άσπρα σύκα)
Κυριάκος
περδικούλι
=
ποικιλία άσπρου σύκου
Κυριάκος
περγουλιά
=
πέργουλα
περγελάω
=
κοροιδεύω
Ανδρέας
πένγκα
=
τρικλοποδιά
Κυριάκος
πελίτσια
=
στρατιωτικό πανωφόρι
πελιαύρι
=
αυλόγυρος
πελέκι
=
1) δρυοκολάπτης 2) μεγάλος τσακωμός
Κυριάκος
πεζούλι
=
πέτρινος τοίχος που χρησιμοποιείται και για κάθισμα
πεζεβέγκης
=
πονηρός, ρουφιάνος
Ανδρέας
πεδουνάρι
=
πατζάκι
παχνί
=
το μέρος που βάζουμε το χορτάρι για να φάνε τα πρόβατα
Κυριάκος
παφίλι
=
λαμαρίνα
Σπύρος
πατσιαμπούρι
=
παλιό ρούχο με το οποίο έπλεναν το πάτωμα, πατσαβούρα
Σπύρος
πατσιαβός
=
άσχημος, κακομούτσουνος
Κυριάκος
Πάτρα
=
υποκ. της Κλεοπάτρας
πατούρια
=
πολυ φαρδιά παντελόνια
Κυριάκος
πατοκαζανιά
=
1.πάτος καζανιού 2.τιποτένιος (μεταφ.)
πατίκια
=
αυτοσχέδια υποδήματα
πατησιά
=
πατούσα, πατημασιά
Κυριάκος
πατέντα
=
δίπλωμα οδήγησης
παταριά
=
πολύ γρήγορα
παστρικιά
=
καθαρή
πασπατεύω
=
ψαχουλεύω
πασουμάκια
=
κοντές μάλλινες κάλτσες
Ανδρέας
παρτσέλα
=
έκταση γης
παρέκει
=
πιο ’κει
παραφάγκος
=
λασποτήρας
Ανδρέας
παρασκαλίζω
=
παρεκτρέπομαι, στραμπουλίζω (παρασκάλισα το χέρι)
Σπύρος
παραμάσκαλα
=
κάτω από τη μασχάλη
Vasilaqis
παραδαγκαμένο
=
τραυλό
παραδάγκαλο
=
μεταξύ της κοιλιάς και του μηρού
Σπύρος
παπάρα
=
τριμμένο ψωμί μέσα σε φαγητό
Σπύρος
πάπαλο
=
πέτρα ή οτιδήποτε αντικείμενο προορίζεται απειλητικά για βολή εναντίον κάποιου
παπαδίτσες
=
ποπ κορν
πανωφόρι
=
παλτό
Πάντος
=
υποκ. του Παντελή
παντέχω
=
προσδοκώ, νομίζω
Σπύρος
πανισπάνι
=
παντεσπάνι
πανίνα
=
ψωμί πολυτελέιας
πανθί
=
το μέρος που βάζουμε το χορτάρι για τα γαϊδούρια
Vasilaqis
πάνα
=
η πέτσα που πιάνει το γάλα κατά το βράσιμο
παλιούρι
=
αγκαθωτό φυτό που χρησιμεύει για περιφράξεις
παλιοπλιάτσικο
=
ανέντιμος (μεταφ.) [παλιό ρούχο]
παλιάτσιω
=
παλιοτόμαρο
Κυριάκος
παλάτσιο
=
παλιοτόμαρο
Κυριάκος
πάει γκαβό
=
με τύχη
Ανδρέας
παγούρι
=
δοχείο νερού
οφλιά
=
μικρή κοφτερή πέτρα
οφιτσίνα
=
συνεργείο αυτοκινήτων
Σπύρος
ούρμο
=
λωτός
ορός
=
τυρόγαλο
Κυριάκος
όρνιο
=
βλάκας (μεταφ.)
ορμήνια
=
συμβουλή
οργιό
=
ρίγος
οργιά
=
μονάδα μέτρησης μήκους, ίση με την απόσταση μεταξύ των ανοιχτών χεριών
οπίγκες
=
φτηνά δερμάτινα παπούτσια
όντας
=
όταν
Όνι
=
υποκ. της Ερμιόνης
οκάρα
=
δοχείο φύλαξης υγρών
οβορός
=
τοίχος
οβίρα
=
σημείο σε ποταμό που σε παρασύρει προς τα μέσα
ξυλοκρέββατο
=
φορείο
ξόμπλι
=
περιέργως ηλίθιος, εκτός τόπου και χρόνου
ξολαλάω
=
λέω αηδίες
ξόδρεμα
=
στραβοκατάπωση
ξοδικιά
=
ξωτικό (συνήθως γυναικείας μορφής)
ξιούρας
=
αλλοπαρμένος
ξίκι
=
περριτό, μη θεμιτό (π.χ.: δεν το θέλω, να μου γίνει ξίκι)
ξίγκι
=
λίπος
ξιάω
=
ξύνω
ξεχλιάζω
=
περνώ την ώρα μου
Ανδρέας
ξεφλίζω
=
ξεφλουδίζω
Κυριάκος
ξεφάλωτη
=
γυναίκα χωρίς μαντήλι στο κεφάλι
ξεσυνέρεια
=
ανταγωνισμός
ξεπαστρεύω
=
καθαρίζω, αποδεκατίζω
ξεμπινιάρικο
=
αλήτης
ξελαφιάζω
=
ξεκουφαίνω
ξελαμνώνω
=
ξεγυμνώνω
ξεκάνω
=
αποτελειώνω
Ανδρέας
ξεκάλτσωτος
=
ξυπόλυτος
ξεθώνισε
=
χάζεψε
ξεθρεμίζω
=
αποδυναμώνω
ξεβεντιάζω
=
δοκιμάζω
ξαχλιάζω
=
διασκεδάζω
ξάχισμα
=
επιχείλιος έρπης
Κυριάκος
ξάχαλο
=
όχι ιδιαίτερα ικανό άτομο
ντρουμπούκι
=
χοντρό ξύλο, κορμός δέντρου
Κυριάκος
ντρουμπέκι
=
ξύλινο δοχείο για αποβουτήρωση γάλακτος
ντριμόνι
=
σουρωτήρι (μεταφ.)
ντριβάζω
=
κυκλοφορώ, πηγαινοέρχομαι
Κυριάκος
Ντρέκος
=
υποκ. του Αντρέας
ντρεβενίτσα
=
είδος παγουριού για τη μεταφορά κρασιού η νερού
Κώστας
ντραγκατζίκα
=
καραβάνα φαγητού
ντούφι
=
ιδιοτροπία
ντουφεκισμένος
=
κακόμοιρος
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 1 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας, πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή