Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
πουστοβλιάκικο = λυγούρης
πούτσης = άξιος, ικανός
πούτσκα = η καλοπέραση (π.χ.: περνάω πούτσκα) Κατερίνα
πουτσούλας = ικανό άτομο
πούφκες = αθλητικά παπούτσια (πάνινα συνήθως) Ανδρέας
πούφτες = βλάκας, ανίκανος Kyriakos
πράκι = η είσοδος του σπιτιού
πράμα = άλογο
πρασουλίδα = άγριο πράσο Kyriakos
πρεσιόνι = χύτρα ταχύτητας
πρητσιά = η οσμή του τράγου Σπύρος
πρικό = πικρό Kyriakos
πριστάκι = άγουρο σύκο Ανδρέας
προβατάω = περπατάω Kyriakos
πρόνγκιος = ηλίθιος, βλάκας Ανδρέας
προσήλιο = σημείο που το χτυπά ο ήλιος
προσκέφαλο = μαξιλάρι
προσώρα = προσωρινά
προύσια = κάρβουνα αναμένα Kyriakos
προψές = προχθές το βράδυ
Πύλιος = Σπύρος Σπύρος
πυροστιά = σιδερένιο αντικείμενο, τριγωνικού σχήματος, το οποίο τοποθετείται στο τζάκι για να ζεστάνουμε το φαγητό
πυρώνομαι = ζεσταίνομαι στη φωτιά
ράγκαλα = παλιά δοχεία , παλιόρουχα Ανδρέας
ράγκαλο = χαλασμένο
ρακέτα = χάρτινο αεροπλάνο
Ράκης = υποκ. του Θεόδωρου
ρακοβύζι = πιπίλα
ρακοπατέρας = φιλοπότης
ρακοπότηρο = ποτήρι ρακής
ράμα = κλωστή
ραφή = χαραμάδα
ρεκλιάμες = διαφημίσεις
ρέντζα = τένοντας (συνήθως στο μαγειρεμένο κρέας)
ρέντζελο = το ράκος Σπύρος
ρετσέλι = γλυκό του κουταλιού Ανδρέας
ρημούλα = ακαταστασία Kyriakos
ριζόφτι = το μέρος πίσω από το αυτί
ριστέλλο = μακρόστενο κομμάτι ξύλου
ροβόλι = πιστόλι Ανδρέας
ρόγια = σκοπιά Ανδρέας
ροδάνι = όταν κάποιος είναι πολυλογάς (σου πάει η γλώσσα ροδάνι)
ρόκα = ξύλινη συσκευή για μετατροπή του μαλλιού σε κλωστή
ρόσιο = ξανθό
ροσμποκιαρης = κοκαλιάρης, αυτουνού που του πετάγονται τα κόκαλα Kyriakos
ρούγα = δρόμος Ανδρέας
ρουγκαλιέμαι = ρεύομαι
ρουθούνια = μύτη
ρουκώνω = χώνω
ρουμάνι = δάσος
ρούμασαν = ωρίμασαν Ανδρέας
ρουπίζω = σκορπάω Kyriakos
ρουσπουνιάζω = μαλώνω κάποιον Ανδρέας
ρουσπουνίζω = κατσαδιάζω
ρουσπούνισμα = κατσάδιασμα
ρουστής = πολύ γρήγορα (π.χ.: μπήκε ρουστής μέσα)
ρουτί = θερμαντική μπλούζα μακρυμάνικη
ρούτσια = το κουκούλι με αγκάθια που περιβάλει τα κάστανα Kyriakos
ρουφιάνος = μαρτυριάρης, καρφί
ρουχάζω = ροχαλίζω
ρύθια = κότες
σάϊκο = σώο και αβλαβές
σακούλι = υφασμάτινη σακούλα η οποία χρησιμοποιείται κυρίως για τη μεταφορά τροφίμων
σαλάτα = μαρούλι
σάμα = ωσάν να, μήπως Σπύρος
Σάντρης = υποκ. του Αλέξανδρου
σαρδέλα = ψάρια σε κονσέρβα
σάτα = λεοφορείο
σατέμικο = «βαρεμένος»
σαφράνι = κίτρινο, χλωμό
σβαριάρης = αυτός που σέρνετε Λαέρτης
σβαρίζω = σβαρνάω Ανδρέας
σβιάω = σβήνω Ανδρέας
σβιν σβούρα = παιχνίδι, το μέσο με το οποίο εξφενδονίζουμε τη μπουσουλίκα
σβόλια = πέτρες
σβούρι = φόρα («?παίρνω σβούρι και πηδάω?»)
σβρέκλο = σβέρκο
σβυστήρι = γόμα
σγκαλίστρισα = γλίστρισα Ανδρέας
σγκάρα = τσουλήθρα Ανδρέας
σγκάφω = σκάβω Ανδρέας
σγκορίζω = σκαλίζω
σγκορικεύω = ψάχνω, ανακατεύω Kyriakos
σγκούμπης = καμπουριασμένος Ανδρέας
Σέας = υποκ. του Οδυσσέα
σέρει = βρίσκεται σε περίοδο γονιμότητας
σερικοθύλικο = αποκαλούνται έτσι οι πολύ ζωηρές κοπέλες
σημάδι = ελιά
σημαδιακό = άτομο με ιδιαιτερότητες, είτε θετικές είτε αρνητικές
σιάδι = κάτω, καταγής
σιάζω = φτιάχνω
σιακάτω = παρακάτω
σιάλι = 1) κασκόλ 2) σάλιο Kyriakos
σιαλιμούρα = πολύ αλμυρό (π.χ.: σιαλιμούρα έγινε το φαΐ) Kyriakos
σιάλτσι = πολύ αλμυρό (π.χ.: σιάλτσι είναι το φαΐ) Kyriakos
σιαμουσιάκικο = λέμε κάποιον που δεν είναι όμορφος Kyriakos
σιαπάνω = επάνω
σιαπατόρης = ακατάστατος Kyriakos
σιαπέρα = παραπέρα
σιαπεροτός = αθώος, μειωμένης αντίληψης
< 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή