Είσοδος χρήστη
Πρόσφατα σχόλια
Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
λιαρομάτης
=
αυτός που έχει ανοιχτόχρωμα μάτια
Κυριάκος
λιάρος
=
γαλανός
λιάσα
=
εξωτερική πόρτα πρόχειρα φτιαγμένη
λιάσκα
=
το παραγινωμένο αχλάδι ή γκόρτσο
Σπύρος
λίγδα
=
το λίπος του χοιρινού που χρησιμοποιείται για μαγειρική
Λίγια
=
υποκ. της Ευταλίας
λιγκρί
=
λιρί
λιθάρι
=
πέτρα
Λίκα
=
υποκ. της Βασιλικής
λιμπά
=
ανδρικά γεννητικά όργανα
λινιά
=
είδος μάλλινης κλωστής
Ανδρέας
Λιόλης
=
υποκ. Γιώργου
Λιόλια
=
υποκ. Όλγας
λιολιοβράκας
=
ξεφτιλισμένος
Ανδρέας
λιολιοσκούρτης
=
ξεφτιλισμένος
Ανδρέας
λιόντζια
=
βεράντα
λιόσης
=
χαϊδεμένος γιος ή εγγονός
Σπύρος
λιοτήρι
=
λιόσπορος
λιπάνθι
=
τίλιο
Κυριάκος
Λιώλης
=
χαϊδευτικό του Γιώργου
Σπύρος
λίωνομαι
=
ξαπλώνω
λόθρα
=
καρφί
Ανδρέας
λόϊνο
=
μπλε, γαλάζιο
λούγγες
=
μαγουλάδες
Κυριάκος
λούκιος
=
ψηλός άνθρωπος
Σπύρος
λουλάκιασε
=
μελάνιασε
λουμπής
=
φαγάς, αχόρταγος
Κυριάκος
λουρίδα
=
ζώνη
λούφα
=
τσουλούφι
Ανδρέας
λυγκιάζομαι
=
με καταλαμβάνει λόξιγγας
Σπύρος
λυκούνι
=
θηρίο (μεταφ.)
λυκουνιά
=
1) αγέλη με λύκους 2) λέμε κάποιον που τρώει πολύ
Κυριάκος
μαγειριό
=
κουζίνα
μάγια
=
κορυφή βουνού
Ανδρέας
μαγιούτσα
=
σούτ με το μπροστινό μέρος του ποδιού , μυτόγκα
Ανδρέας
μάγκανος
=
αυτός που επιμένει για κάτι μέχρι αηδίας
Κυριάκος
μαγκειδονήσι
=
μαϊντανός
Σπύρος
μαγκίρι
=
άδειο, δεν έχει μείνει τίποτα
Κυριάκος
μαγκλάρας
=
ψηλός και άχαρος
Κυριάκος
μαγκούφης
=
πονηρός
μαγλούλικο
=
το λέμε συνήθως όταν δυσανασχετούμε για ζώο ή πράγμα
Κυριάκος
μάζια
=
προβατίνα με μαύρο πρόσωπο
Κυριάκος
μαϊμούνι
=
παλιόπαιδο
μακάνιασε
=
έσκασε, ζητά κατι με επιμονή
Ανδρέας
μακαράς
=
η κουβαρίστρα με την κλωστή
μαλαγάνα
=
πονηρός
μαλαγάρης
=
πονηρός, ζαβολιάρης
Κυριάκος
μαλαγκονιά
=
ιστός αράχνης ( σκόνη )
Ανδρέας
μαλαθράκι
=
είδος δερματολογικής ασθένειας (σπυράκια πίσω απ'τα αυτιά)
Κυριάκος
μαλακύθρα
=
μαλάκας
μαλαπέρω
=
το ανδρικό μόριο
Κυριάκος
μαλαπούπης
=
μουλωχτός και κουτοπόνηρος μαζί
Ανδρέας
μαλέκο
=
γυναίκα μεγάλης ηλικίας
μαλέσικο
=
τριχωτός
μάλι
=
φτάνει , όχι άλλο
Ανδρέας
μαλλιά
=
αποτυχία (π.χ.: μαλλιά, τίποτα δεν κερδίσαμε)
Μάλλω
=
υποκ.της Αμαλίας
μαλτέζικο
=
1) αφτιάς (μεταφ.), 2) ράτσα ζώου που παράγει πολύ γάλα
μαμάτσα
=
ψωμί από καλαμπόκι
μαμελές
=
θα σε μακελέψω (π.χ.: θα σου κάνω το μαμελέ
Σπύρος
μαντάτο
=
ανίκανος άνθρωπος, χαζός, αδυνατει να διεκπαιρεώσει οποιαδήποτε εργασία
μαντέμι
=
χώρος από τον οποίο προμηθευόμαστε πέτρες
μαντζάνα
=
μελιντζάνα
μαντζάνας
=
μυταράς
μαντζάτο
=
αποκαλείτε συνήθως το ισόγειο διπλόπατου σπιτιού.
μαξούς
=
επίτηδες
μαραγκιασμένο
=
μαραμένο
μαραγκούλα
=
μαραμένο σύκο
μαργομένος
=
κοιμισμένος, μαγεμένος
μαρκιέμαι
=
μοιρικάζομαι
μαρμαλάτο
=
μαρμελάδα
Κυριάκος
μαρμάλω
=
μουρμούρης, αυτός που μιλάει συνέχεια
Κυριάκος
μασιάς
=
σπάτουλα που χρησιμοποιείται για να ανακατεύουμε τη φωτιά
μασκαράς
=
παλιάνθρωπος
μασκαρόλογα
=
χυδαία λόγια
μασκούτα
=
μεγάλη κοιλιά (π.χ.: μασκούτα την έκανες την κοιλιά)
Κυριάκος
μάστα
=
μάζεψέ τα
μαστάκι
=
ακρίδα
μαστάρι
=
ο μαστός της αγελάδας ή της γίδας
μαστίτσιο
=
βενζινόκολλα
Σπύρος
μαστραπάς
=
κανάτα για νερό
ματαράς
=
δοχείο για μεταφοραά υγρών
ματούφας
=
1.ακούρευτος 2.ηλικιωμένος
ματσί
=
γατάκι
ματσιαλάω
=
μασάω
ματσουκώνω
=
δέρνω
Κυριάκος
μαυλάω
=
καλώ τα κατοικίδια ζώα
μαύρος
=
κακομοίρης
μαχαλάς
=
γειτονιά
Κατερίνα
μελίγκι
=
κρόταφος
Κυριάκος
μελό
=
μυαλό
Κυριάκος
μελοκούτι
=
κεφάλι
Κυριάκος
μελοπαρμένο
=
άμυαλο
μελοχαμένο
=
μελό (= μυαλό) ? χαμένο
μέντζα
=
μαγειρίο
μερμάγκα
=
αράχνη
μεσοκόβομαι
=
κάμπτομαι υπό βαρύ φορτίο
Σπύρος
μη λαφώνεις
=
μην λές ό'τι νά΄ναι
Ανδρέας
Μήτσης
=
υποκ. του Δημήτρη
Μήτσιενα
=
η γυναίκα του Μήτση
Κυριάκος
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 1 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας, πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή