Είσοδος χρήστη
Πρόσφατα σχόλια
Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
σπαραγκωνιά
=
ιστός αράχνης
σπαραγμένο
=
τρελαμένο
σπάργανο
=
σεντόνι που τύλιγαν τα μωρά
σπιούνης
=
μαρτυριάρης, ρουφιάνος
Ανδρέας
σπιρτάδα
=
1.ζωντάνια 2. Έντονο άρωμα αμμωνίας
σπολάκι
=
μακάρι, δόξα τω Θεώ
σπόρος
=
σπέρμα
σπρούτσο
=
τρόπος σουβατήσματος
σπυρί
=
λέγεται έτσι και το μυαλό
στα κουρια
=
στο δασος
Vasilaqis
στάβα
=
στίβα
σταλίζω
=
αποφεύγω τον ήλιο
σταλίκι
=
παλούκι, στειλιάρι
Σπύρος
σταλίκι
=
η δοκός, "στάλιξ" στα αρχαία
Σπύρος
στανιό
=
ζόρι
στέγκα
=
τρύπα σε φράχτη
Ανδρέας
στέγνιακας
=
αδύνατος, κοκαλιάρης
Kyriakos
στειλιάρι
=
ίσιο μακρύ ξύλο για φτυάρι, κασμά, τσάπα
Σπύρος
στέκα
=
πιαστράκι για τα μαλλιά
στέρα
=
στέρνα, χώρος αποθήκευσης πόσιμου νερού
στεράρι
=
κόκκινη και κοφτερή πέτρα
Στέφος
=
υποκ. του Στέφανος
στηθάμι
=
στήθος κοτόπουλου
Kyriakos
στια
=
φωτιά
στιθούρι
=
πουλόβερ
στόγιος
=
γκαφατζής, απρόσεκτος
Kyriakos
στομοδεμένος
=
άτομο με μικρή ικανότητα ομιλίας, ντροπαλός
στούπωμα
=
φελός
στούριασμα
=
χαζός
Ανδρέας
στουφάρα
=
παπάρα
στούφος
=
συνήθως λέμε το φαγητό όταν είναι ξερό
Kyriakos
στούχας
=
χαζός
Kyriakos
στραγγιστήρι
=
σουρωτήρι
στραγγουλέυω
=
στραμπουλίζω
Στράτης
=
υποκ του Ευστράτιου
στριμμένος
=
ευνουχισμένος
στρουγκαράτσα
=
μεταλλικό δοχείο που αρμέγουμε το γάλα
Κώστας
συκομαϊδα
=
αποξηραμένο σύκο
συντροφισα
=
φιλη
Κατερίνα
σύρε
=
πήγαινε
σύσταση
=
διεύθυνση
σφρέκλα
=
σέσκουλα
Kyriakos
τα μπιχτοκέφαλα
=
πέσιμο με το κεφάλι κάτω
Ανδρέας
τα πίκοπα
=
ανάποδα, μπρούμιτα (π.χ.: κοιμάμαι τα πίκοπα)
Ανδρέας
τάβλα
=
το σημείο που ρίχνουν την τροφή των ζώων
τακάτι
=
δύναμη
Ανδρέας
ταλάκι
=
μικρό καρφί (για να καρφώνουμε τα παπούτσια)
Vasilaqis
ταλάκι
=
καρφάκι
Ανδρέας
ταμάμ
=
ακριβώς (ταιριάζει ταμάμ)
τάνγκα
=
βρωμιά
Kyriakos
ταράντζες
=
τιράντες
ταρατόρι
=
ξυνόγαλο με σκόρδα, αγγούρι και ελαιόλαδο
Kyriakos
ταρτακουλιάζω
=
κρυώνω υπερβολικά
Τάσιω
=
υποκ. της Αναστασίας
Τάτσης
=
Αναστάσης
Σπύρος
τελεβιζόρι
=
τηλεόραση
τελέφι
=
πολύ κουρασμένος
Τέλης
=
υποκ. του Αριστοτέλη
τεμπελχανάς
=
τεμπέλης
Ανδρέας
τέμπλα
=
το μέρος που απλώνουμε τη μπουγάδα
Kyriakos
τενια
=
αρρωστια των γατιων
Κώστας
τέντα
=
λαστιχάκι
τεντέλα
=
δαντέλα
τέντζερη
=
κατσαρόλα
τεριτάλι
=
είδος υφάσματος
τετραπέρατος
=
αυτός που είναι πολύ ικανός
Kyriakos
τζαματζούκης
=
υπερβολικά ψηλός
Kyriakos
τζαμπούνα
=
είδος φλογέρας φτιαγμένη από φλοιό δέντρου
Kyriakos
τζανιασμένο
=
μαραμένο και ταυτόχρονα σκληρό
τζαντές
=
κεντρικός δρόμος
τζαντίλα
=
είδος γάζας που στραγκίζουμε το τυρί
Κώστας
τζαντόρα
=
σκηνή
Ανδρέας
τζαρίζω
=
κλαίω
Kyriakos
τζαρμπί
=
ρούχο μικρής αξίας
τζαρτζάλα
=
ανακατωμένα (π.χ.: έχω τα μαλλιά τζαρτζάλα)
Kyriakos
τζάφα
=
η γριά γίδα (το λέμε και για γυναίκες μεγάλης ηλικίας)
Kyriakos
τζέκι
=
μικρός λοστός με γυριστό κεφάλι
Ανδρέας
τζενομένο
=
αδύνατος
τζενομένο
=
αδύναμο άτομο
Ανδρέας
τζέρκος
=
σβέρκος
Kyriakos
τζερτζευούλης
=
πειραχτήρι (π.χ.: πολύ τζερτζευούλης είσαι)
Kyriakos
τζιακαμέντο
=
μπουφάν
τζιάνι
=
καλός
τζιαντές
=
δρομάκι
Ανδρέας
τζιάπα
=
τσάμπα
τζιαρούχι
=
λάχανο
τζιβλιόρικο
=
αυτός που τζιβώνει τα μάτια (βλέπε τζιβώνω)
τζιβώνω
=
κλείνω το μάτι (τικ)
τζίγγι
=
χαρτοπαίγνιο
τζιερεμές
=
άχρηστος
τζιερμπούνι
=
κοράκι
τζινάω
=
πειράζω
τζίνια
=
αγκάθια
τζινιάρικο
=
πειραχτήρι
Kyriakos
τζινκς
=
τζιν
τζιοβόρι
=
1.πρόχειρο χτίσμα 2.αμώρφοτος (μεταφ.)
τζιοβοριάζω
=
στήνω πρόχειρα έναν τοίχο
τζιόκο
=
τζόγος (απόκλιση απ? το κανονικό)
τζιομάκι
=
λέμε κάποιον που δεν του κόβει το μυαλό
Kyriakos
τζιομπόκι
=
χοντρό κλαδί δέντρου που προεξέχει
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 1 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας, πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή