Είσοδος χρήστη
Πρόσφατα σχόλια
Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
μαλαγάνα
=
πονηρός
μακαράς
=
η κουβαρίστρα με την κλωστή
μακάνιασε
=
έσκασε, ζητά κατι με επιμονή
Ανδρέας
μαϊμούνι
=
παλιόπαιδο
μάζια
=
προβατίνα με μαύρο πρόσωπο
Κυριάκος
μαγλούλικο
=
το λέμε συνήθως όταν δυσανασχετούμε για ζώο ή πράγμα
Κυριάκος
μαγκούφης
=
πονηρός
μαγκλάρας
=
ψηλός και άχαρος
Κυριάκος
μαγκίρι
=
άδειο, δεν έχει μείνει τίποτα
Κυριάκος
μαγκειδονήσι
=
μαϊντανός
Σπύρος
μάγκανος
=
αυτός που επιμένει για κάτι μέχρι αηδίας
Κυριάκος
μαγιούτσα
=
σούτ με το μπροστινό μέρος του ποδιού , μυτόγκα
Ανδρέας
μάγια
=
κορυφή βουνού
Ανδρέας
μαγειριό
=
κουζίνα
λυκουνιά
=
1) αγέλη με λύκους 2) λέμε κάποιον που τρώει πολύ
Κυριάκος
λυκούνι
=
θηρίο (μεταφ.)
λυγκιάζομαι
=
με καταλαμβάνει λόξιγγας
Σπύρος
λούφα
=
τσουλούφι
Ανδρέας
λουρίδα
=
ζώνη
λουμπής
=
φαγάς, αχόρταγος
Κυριάκος
λουλάκιασε
=
μελάνιασε
λούκιος
=
ψηλός άνθρωπος
Σπύρος
λούγγες
=
μαγουλάδες
Κυριάκος
λόϊνο
=
μπλε, γαλάζιο
λόθρα
=
καρφί
Ανδρέας
λίωνομαι
=
ξαπλώνω
Λιώλης
=
χαϊδευτικό του Γιώργου
Σπύρος
λιπάνθι
=
τίλιο
Κυριάκος
λιοτήρι
=
λιόσπορος
λιόσης
=
χαϊδεμένος γιος ή εγγονός
Σπύρος
λιόντζια
=
βεράντα
λιολιοσκούρτης
=
ξεφτιλισμένος
Ανδρέας
λιολιοβράκας
=
ξεφτιλισμένος
Ανδρέας
Λιόλια
=
υποκ. Όλγας
Λιόλης
=
υποκ. Γιώργου
λινιά
=
είδος μάλλινης κλωστής
Ανδρέας
λιμπά
=
ανδρικά γεννητικά όργανα
Λίκα
=
υποκ. της Βασιλικής
λιθάρι
=
πέτρα
λιγκρί
=
λιρί
Λίγια
=
υποκ. της Ευταλίας
λίγδα
=
το λίπος του χοιρινού που χρησιμοποιείται για μαγειρική
λιάσκα
=
το παραγινωμένο αχλάδι ή γκόρτσο
Σπύρος
λιάσα
=
εξωτερική πόρτα πρόχειρα φτιαγμένη
λιάρος
=
γαλανός
λιαρομάτης
=
αυτός που έχει ανοιχτόχρωμα μάτια
Κυριάκος
Λιάνης
=
υποκ. του Στυλιάνη
Λιάκος
=
υποκ. του Ηλία
λιάζομαι
=
κάθομαι στον ήλιο
λιαβατρίτσε
=
πλυντήριο
Λέως
=
υποκ. του Λεωνίδα
λεφτόκαρα
=
φουντούκια
λέρα
=
1) βρωμιά, 2) μέρος οπού πίνουν νερό τα ζώα
λέπρα
=
βρωμιά
Κυριάκος
λεπιάρης
=
βρώμικος, άπλυτος
Κυριάκος
λέλεκας
=
πολύ αδύνατος, κοκαλιάρης
Κυριάκος
λέκια
=
λεφτά
λεκαντζούρης
=
κοκκαλιάρης
Ανδρέας
λεβίθα
=
σκουληκαντέρα
Κυριάκος
λέβα
=
λοστός
Ανδρέας
Λέας
=
υποκ. του Αχιλέα
λαψάνα
=
μεγάλο κομμάτι
Κυριάκος
λαφατζάνος
=
παρλαπίπας, κάποιος που μιλάει πολύ
Κυριάκος
λάστιχο
=
σφεντόνα
λαράσης
=
είδος αετού με ανοιχτό χρώμα
Κυριάκος
λαπούσης
=
αφτιάς
λάπατα
=
χόρτα φαγώσιμα
λάπας
=
αφτιάς
λανάρι
=
ξύλινο εξάρτημα με δύο μεταλλικές επιφάνειες για την επεξεργασία μαλλιού
λαμποβίτης
=
μοναχοφάης, συμφεροντολόγος
Κυριάκος
λαμπατσίδες
=
πυγολαμπίδες
λαμπαρδόνες
=
μπούρδες
Κυριάκος
λάμπα
=
λάμπα πετρελαίου
λαμνάτος
=
γυμνός
λακοσίνα
=
μικρός χείμαρρος με θάμνους
Κυριάκος
λάκος
=
ρέμα
λακιά
=
ρεματιά
Κυριάκος
λαθίρο
=
παρδαλή κότα
λαένι
=
κανάτα για νερό
Κυριάκος
λαγούμι
=
μικρό κανάλι δίπλα σε τοίχο
λάγιο
=
1)μαύρο πρόβατο, 2) αποκαλείται έτσι και ο μελαχρινός
λάγια
=
μαύρο πρόβατο
Ανδρέας
λαγγόνι
=
το σημείο πίσω από το νεφρό
λαγγιόλι
=
μέρος της δροπολίτικης στολής
Κώτσιος
=
υποκ. του Κώστα
Κώτσιενα
=
η γυναίκα του Κώτση
Κυριάκος
κωλοφωτιά
=
πυγολαμπίδα
κωλοσφίγκι
=
κολλητήρι(μικρό παιδάκι)
Ανδρέας
κωλοκούρι
=
κούρεμα που κάνουν στα πρόβατα (κάτω από την κοιλιά)
Κυριάκος
κωλοκαθιά
=
κωλότρυπα
Κυριάκος
κωκεύω
=
σκοποβολώ, σημαδεύω (από το αρχαίο "ακώκη")
Σπύρος
κωκεύω
=
σκοποβολώ, σημαδεύω (από το αρχαίο "ακώκη"= βέλος)
Σπύρος
κυπρί
=
κουδούνι
κυβούρι
=
μνήμα
κρυβητό
=
κρυφτό
Κυριάκος
κρούτα
=
η προβατίνα που έχει κέρατα
Κυριάκος
κρουσιέλι
=
απομεινάρι ψωμιού
Κυριάκος
κρούσιαλο
=
πολύ γερασμένος
Ανδρέας
κροτσιάρης
=
βρομιάρης, άπλυτος
Σπύρος
κρότσα
=
βρομιά
Ανδρέας
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 3 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας, πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή