Είσοδος χρήστη
Πρόσφατα σχόλια
Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
κατσαρόλι
=
μικρό ( 1 λίτρου ) τσίγκινο δοχείο για τη μεταφορά γάλατος
κατσαφλιάκη
=
μικρός, χρησιμοποιείται υποτημητικά
κατσέτα
=
τα χτενισμένα μαλλιά
κατσιαματιάζω
=
σημαδεύω
κατσιαφλάκι
=
μικρό παιδί
Ανδρέας
κατσιδιάρης
=
του λείπουν όλα τα μαλλιά (συνήθως από αρρώστια)
κατσιουλώνω
=
επικαλύπτω
Σπύρος
κατσιούπι
=
1) δοχείο από δέρμα ζώου 2) λέμε όταν κάποιος έχει πριστεί
Κυριάκος
κατσιπούρδες
=
ποπ κορν
Κατερίνα
κατσούλα
=
σκέπασμα της κεφαλής
Σπύρος
κατσουλώθηκα
=
σκεπάστηκα
Ανδρέας
Κάτω
=
υποκ. της Κατερίνας
κατώι
=
κατώγι
καύκαλο
=
σπασμένο, διαλυμένο
Ανδρέας
καφέτσι
=
μπρίκι του καφέ
καφότσι
=
μπρίκι
Ανδρέας
καφτάνι
=
ξυλοδαρμός
Κυριάκος
κάχτα
=
καρύδι
κάψα
=
μανταλάκι
Κυριάκος
καψάλισμα
=
το τρεμόπαιγμα των ματιών
Κυριάκος
καψητιάς
=
φάντασμα, καλικάντζαρος
Κυριάκος
κάψιαλο
=
καμμένο
καψολιάρης
=
κακόμοιρος, καψερός, φουκαριάρης
Κυριάκος
κάψω
=
βρε
κέκι
=
πολύ άρρωστος άνθρωπος
Ανδρέας
κένα
=
γκρίζα κατσίκα
κεντρίνα
=
μικρή σφήκα
Ανδρέας
κέντρο
=
διακοσμητικό πλεγμένο στο χέρι
κερατάς
=
πονηρός
κερατένια
=
κατεργάρα
Κυριάκος
κερκέσης
=
λέτσος, κάποιος που φοράει σκισμένα ρούχα
Κυριάκος
κέρμα
=
χαλασμένο κρέας, ψοφίμι
Κυριάκος
κεφαλοφάϊκο
=
ζουρλό παιδί ( ικανό για αυτοκτονία )
Ανδρέας
κέφκα
=
κεφάλα
Ανδρέας
κηλούγγι
=
είδος κασμά
Κής
=
υποκ. του Ηρακλή
Κιάκος
=
υποκ. του Κυριάκου
κιαμέτι
=
πολύ, μεγάλη ποσότητα (π.χ.: είχε κιαμέτι κόσμο)
Ανδρέας
κιαπέ
=
και έπειτα, "να φάμε κιαπέ φεύγεις"
Σπύρος
κικιρίκι
=
αποκαλούνται έτσι όλα τα λάδια εκτός του ελαιόλαδου
κιλίμι
=
χαλί
Ανδρέας
κίνα
=
ξεκίνα
κίνγκος
=
ωραίος, μάγκας
κινίνο
=
χλώμιασε κάποιος,κοκκίνισε
Ανδρέας
κιόρης
=
αυτός που δε βλέπει καλά (το λέμε μειονεκτικά)
Κυριάκος
κιούλα
=
μούσκεμα
Ανδρέας
κιπάπι
=
λιώμα, σμπαράλια (π.χ.: τον έκανε κιπάπι)
Κυριάκος
κιρκίρι
=
γρύλος
κίσσερας
=
κισσός
Κυριάκος
κίτερο
=
κίτρινο
Κίτσιενα
=
η γυναίκα του Κίτσιου
Κυριάκος
κλάπας
=
βλάκας
κλαπουκίζω
=
καταβροχθίζω, καταπίνω
Σπύρος
κλαφακίζω
=
μιλάω άσκοπα, μουρμουράω
Κυριάκος
κλαφούνι
=
κουταβάκι, σκυλάκι
Κυριάκος
κλειδωνιά
=
κλειδαριά
κλειτσάρα
=
βήμα
κλειτσουνάρι
=
το πόδι υποτιμητικά
κλιάει
=
κλείνει
κλίμα
=
κλιματαριά
κλιματσίδα
=
είδος φυτού που κολλάει γύρω από τα δέντρα και μοιάζει με σχοινί
Σπύρος
κλιούπι
=
καφενείο
κλόθεσαι
=
περδικλόνεσαι ( στα πόδια )
Ανδρέας
κλόκω
=
γριά κατσίκα
Σπύρος
κλούτσος
=
κρεμαστάρι αγκυλωτό στο ένα άκρο
Σπύρος
κλώκω
=
κλώσσα (με την κακη εννοια)
Κυριάκος
κλωνάρι
=
κλαρί
κλωνί
=
σπίρτο
κόϊκος
=
άμυαλος
Ανδρέας
κοκεύω
=
σημαδεύω
Ανδρέας
κοκόνι
=
χαϊδιάρικο σκυλί που δε γαβγίζει
Σπύρος
κόκοσης
=
κόκορας
Ανδρέας
Κόλιας
=
υποκ. του Νικόλα
κολιτσίνα
=
παιχνίδι της τράπουλας
κολλημένος
=
αδύνατος
κολυμπαριό
=
μούσκεμα
Κυριάκος
κομισάτο
=
κόντρα πλακέ
Ανδρέας
κονάκι
=
μικρή αποθήκη
Ανδρέας
κόντες
=
τα αυγά της ψείρας
κόντισμα
=
εικόνα
κοντιτσίνα
=
15ήμερο (το λέμε για τις πληρωμές συνήθως)
Κυριάκος
κοντοζυγεύω
=
κοντοζυγώνω
Κυριάκος
κοντοπίθιακας
=
ο κοντός
Σπύρος
κοπερατίβα
=
συναιτερισμός
κόπστι
=
νηπειαγωγείο
κόρδας
=
βλάκας, χαζός
Κυριάκος
κόρδωμα
=
τέντωμα, λέγεται έτσι και η αντρική στύση
κόρζες
=
κοριοί
Κυριάκος
κορίτα
=
το μέρος που πίνουν νερό οι κότες (συν. πέτρινο)
κορκάρι
=
μικρά κρεμμύδια που φυτεύονται για την αναπαραγωγή του είδους
κορκοσούρης
=
κουτσομπόλης, ανακατωσούρης
Κυριάκος
κόρμα
=
1) δερματολογική ασθένεια προβάτων 2) βρωμιάρης (μεταφ.)
κόρτσες
=
παράσιτα σαν τις ψείρες
κόσα
=
γεωργικό εργαλείο
κοτοφολιάρης
=
αυτός που κλείνετε στο σπίτι
Ανδρέας
κοτσίλι
=
μικρό μαχαίρι
κότσκαλο
=
είδος φελού από ξύλο ή κορμό καλαμποκιού
Κυριάκος
κοτσκολαίμης
=
κοκκινολαίμης
Κυριάκος
κουγιάμπαλο
=
αλλοπαρμένο
Ανδρέας
κουϊντάλι
=
εκατό κιλά
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιοι είναι online
Επισκέπτες: 1 Εγγεγραμμένοι: 0
Ο καιρός στο χωριό
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας, πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή