Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
σίχουλο = ζεστό και απαλό φαγητό Κυριάκος
σίτα = μέρος της δροπολίτικης στολής
σίρκας = λέτσος Κυριάκος
σιοφέρης = οδηγός
σιούχλας = βλάκας, χαζός Κυριάκος
σιούφρα = βέργα Ανδρέας
σιούφρα = γλυκό για παιδιά
σιουφέκι = σφαίρα
σιούτης = χωρίς κέρατα
σιούστραβος = άσχημος Κυριάκος
σιουσιούνι = το λέμε όταν κάποιος είναι γεμάτος ψείρες Κυριάκος
σιούριξε = βλ. ξεθώνισε
σιουράω = σφυρίζω
σιουπέλα = 1.βράχος 2.το σκληρό γιαούρτι (μεταφ.)
σιούμπασης = κόκαλο αίγας ή προβατίνας Κώστας
σιουμπάλα = μπάλα από μαλλί που χρησιμοποιούμε για πλέξιμο Κυριάκος
σιουμαριάζω = παροτρύνω, συνήθως σκύλο, να επιτεθεί
σιούμαλα = ξερά φύλλα μαζί με κλαράκια (για προσάναμα φωτιάς) Κυριάκος
σιουμακιάζω = στριμώχνω και δέρνω άσχημα κάποιον
σιουγκράφι = χαλάζι
Σιόρης = υποκ. του Θοδωρή
Σιομολής = χαϊδευτικό του Θωμά Σπύρος
σιντόρω = άτακτο κορίτσι, παλιοκόριτσο Κυριάκος
σινι = ταψι Vasilaqis
σινί = μεγάλο ταψί
σιμπαζές = χιμπατζής (ατιμέλητος) Σπύρος
σιλιροκάτσικο = ανάποδο παιδί Ανδρέας
σιλίρα = γαλοτύρι που φτιάχνεται σε δέρμα ζώου Κυριάκος
σιλίμπια = σαλιγγάρια
σιλιβώθηκα = λερώθηκα Ανδρέας
σιλιβούρα = βρώμικος, λερωμένος, παλιοτόμαρο μεταφορικά Κυριάκος
σιέφης = άρχοντας, κατέχει κάποιο πόστο
σιελεντούρια = το λέμε σε περίπτωση τροχαίου (π.χ.: έγινε σιελεντούρια) Κυριάκος
σίδερο = τρόπος ασφάλισης της πόρτας
σιγουρέστρα = ασφάλεια
σιβούρας = μεθύστακας Κατερίνα
σιάχλας = χαζος, αγαθός
σιαχλαπούτας = χαζος, αγαθός
σιάρα = αλυσοπρίονο και λάμα για πριόνι
σιαπουκάτα = χορτόπιτα Κυριάκος
σιαπλακούτας = χαζός, κουτός, αγαθός Κυριάκος
σιαπλαβούρης = ακατάστατος, βρώμικος, (π.χ.: είναι πολύ σιαπλαβούρης) Κυριάκος
σιάπλαβος = ακατάστατος, βρομιάρης Κυριάκος
σιάπκες = παντόφλες Ανδρέας
σιάπκα = παντόφλα Ανδρέας
σιαπεροτός = αθώος, μειωμένης αντίληψης
σιαπέρα = παραπέρα
σιαπατόρης = ακατάστατος Κυριάκος
σιαπάνω = επάνω
σιαμουσιάκικο = λέμε κάποιον που δεν είναι όμορφος Κυριάκος
σιάλτσι = πολύ αλμυρό (π.χ.: σιάλτσι είναι το φαΐ) Κυριάκος
σιαλιμούρα = πολύ αλμυρό (π.χ.: σιαλιμούρα έγινε το φαΐ) Κυριάκος
σιάλι = 1) κασκόλ 2) σάλιο Κυριάκος
σιακάτω = παρακάτω
σιάζω = φτιάχνω
σιάδι = κάτω, καταγής
σημαδιακό = άτομο με ιδιαιτερότητες, είτε θετικές είτε αρνητικές
σημάδι = ελιά
σερικοθύλικο = αποκαλούνται έτσι οι πολύ ζωηρές κοπέλες
σέρει = βρίσκεται σε περίοδο γονιμότητας
Σέας = υποκ. του Οδυσσέα
σγκούμπης = καμπουριασμένος Ανδρέας
σγκορικεύω = ψάχνω, ανακατεύω Κυριάκος
σγκορίζω = σκαλίζω
σγκάφω = σκάβω Ανδρέας
σγκάρα = τσουλήθρα Ανδρέας
σγκαλίστρισα = γλίστρισα Ανδρέας
σβυστήρι = γόμα
σβρέκλο = σβέρκο
σβούρι = φόρα («?παίρνω σβούρι και πηδάω?»)
σβόλια = πέτρες
σβιν σβούρα = παιχνίδι, το μέσο με το οποίο εξφενδονίζουμε τη μπουσουλίκα
σβιάω = σβήνω Ανδρέας
σβαρίζω = σβαρνάω Ανδρέας
σβαριάρης = αυτός που σέρνετε Λαέρτης
σαφράνι = κίτρινο, χλωμό
σατέμικο = «βαρεμένος»
σάτα = λεοφορείο
σαρδέλα = ψάρια σε κονσέρβα
Σάντρης = υποκ. του Αλέξανδρου
σάμα = ωσάν να, μήπως Σπύρος
σαλάτα = μαρούλι
σακούλι = υφασμάτινη σακούλα η οποία χρησιμοποιείται κυρίως για τη μεταφορά τροφίμων
σάϊκο = σώο και αβλαβές
ρύθια = κότες
ρουχάζω = ροχαλίζω
ρουφιάνος = μαρτυριάρης, καρφί
ρούτσια = το κουκούλι με αγκάθια που περιβάλει τα κάστανα Κυριάκος
ρουτί = θερμαντική μπλούζα μακρυμάνικη
ρουστής = πολύ γρήγορα (π.χ.: μπήκε ρουστής μέσα)
ρουσπούνισμα = κατσάδιασμα
ρουσπουνίζω = κατσαδιάζω
ρουσπουνιάζω = μαλώνω κάποιον Ανδρέας
ρουπίζω = σκορπάω Κυριάκος
ρούμασαν = ωρίμασαν Ανδρέας
ρουμάνι = δάσος
ρουκώνω = χώνω
ρουθούνια = μύτη
ρουγκαλιέμαι = ρεύομαι
ρούγα = δρόμος Ανδρέας
< 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή